θούρις: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(17) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=θοῦρις, -ιδος, ἡ (Α)<br />[[θούρος]]<br />(στον Όμ. [[πάντοτε]] με τα ουσ. [[αλκή]], [[αιγίς]], [[ασπίς]])<br />α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β) «θοῦρις [[ἀσπίς]]» — η [[ασπίδα]] με την οποία ορμάει [[κανείς]] στη [[μάχη]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[θούρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 13 June 2022
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
= νύμφη, Μοῦσα.
Étymologie: mot macédonien.
Greek Monolingual
θοῦρις, -ιδος, ἡ (Α)
θούρος
(στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς)
α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ.
β) «θοῦρις ἀσπίς» — η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θούρος].