θυστήριος: Difference between revisions

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
(17)
 
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=θυστήριος
|Medium diacritics=θυστήριος
|Low diacritics=θυστήριος
|Capitals=ΘΥΣΤΗΡΙΟΣ
|Transliteration A=thystḗrios
|Transliteration B=thystērios
|Transliteration C=thystirios
|Beta Code=qusth/rios
|Definition=ὁ, [[epithet]] of Dionysus, ''EM'' 455.31.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυστήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[θυστήριος]]<br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[θυστήριον]]<br />«όρμητήριον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο [[είτε]] του <i>θύω</i> (I) [[είτε]] του <i>θύω</i> (ΙΙ) και αποτελεί [[ένδειξη]] της πιθ. αρχικής ταύτισης τών δύο ρημάτων].
|mltxt=[[θυστήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[θυστήριος]]<br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[θυστήριον]]<br />«όρμητήριον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο [[είτε]] του <i>θύω</i> (I) [[είτε]] του <i>θύω</i> (ΙΙ) και αποτελεί [[ένδειξη]] της πιθ. αρχικής ταύτισης τών δύο ρημάτων].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυστήριος Medium diacritics: θυστήριος Low diacritics: θυστήριος Capitals: ΘΥΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thystḗrios Transliteration B: thystērios Transliteration C: thystirios Beta Code: qusth/rios

English (LSJ)

ὁ, epithet of Dionysus, EM 455.31.

Greek Monolingual

θυστήριος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ.θυστήριος
προσωνυμία του Διονύσου
2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον
«όρμητήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε του θύω (I) είτε του θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη της πιθ. αρχικής ταύτισης τών δύο ρημάτων].