ίζημα: Difference between revisions

From LSJ

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source
(17)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, το (Α [[ἵζημα]]) [[ίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθι]], [[υποστάθμη]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα [[διάλυμα]] υπό την [[επίδραση]] κάποιου αντιδραστηρίου<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθίζηση]], [[βύθιση]], [[υποχώρηση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) [[βάθος]] («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῡ λαμβάνοντα», Λογγίν.).
|mltxt=-ήματος, το (Α [[ἵζημα]]) [[ίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθι]], [[υποστάθμη]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα [[διάλυμα]] υπό την [[επίδραση]] κάποιου αντιδραστηρίου<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθίζηση]], [[βύθιση]], [[υποχώρηση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) [[βάθος]] («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα», Λογγίν.).
}}
}}

Latest revision as of 19:48, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ήματος, το (Α ἵζημα) ίζω
νεοελλ.
1. κατακάθι, υποστάθμη
2. χημ. το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα διάλυμα υπό την επίδραση κάποιου αντιδραστηρίου
3. γεωλ. πέτρωμα που σχηματίστηκε από την καθίζηση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται μέσα στο νερό
αρχ.
1. καθίζηση, βύθιση, υποχώρηση προς τα κάτω
2. (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) βάθος («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα», Λογγίν.).