ιοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br />(για [[τόξο]]) αυτό που ρίχνει [[βέλος]], αυτό που τοξεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (II) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πυρο</i>-[[βόλος]], <i>σφαιρο</i>-[[βόλος]].———————— <b>(II)</b><br />-ο (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που χύνει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]], [[φαρμακερός]] («ιοβόλοι αδένες»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοβόλα</i><br />τα δηλητηριώδη ζώα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μοχθηρός]], [[συκοφάντης]], [[κακόβουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βέλος]]) βαμμένο με [[δηλητήριο]] ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — [[τίτλος]] έργου του Φιλουμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>φυλλο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br />(για [[τόξο]]) αυτό που ρίχνει [[βέλος]], αυτό που τοξεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (II) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[πυροβόλος]], [[σφαιροβόλος]].<br /><b>(II)</b><br />-ο (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που χύνει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]], [[φαρμακερός]] («ιοβόλοι αδένες»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοβόλα</i><br />τα δηλητηριώδη ζώα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μοχθηρός]], [[συκοφάντης]], [[κακόβουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βέλος]]) βαμμένο με [[δηλητήριο]] ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — [[τίτλος]] έργου του Φιλουμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[δισκοβόλος]], [[φυλλοβόλος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 24 August 2021

Greek Monolingual

(I)
-ον (ΑΜ ἰοβόλος, -ον)
(για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλος, σφαιροβόλος.
(II)
-ο (ΑΜ ἰοβόλος, -ον)
1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός («ιοβόλοι αδένες»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοβόλα
τα δηλητηριώδη ζώα
3. μτφ. μοχθηρός, συκοφάντης, κακόβουλος
αρχ.
1. (για βέλος) βαμμένο με δηλητήριο ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες
2. φρ. «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — τίτλος έργου του Φιλουμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος, φυλλοβόλος.