ἱππότιγρις: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
(18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippotigris | |Transliteration C=ippotigris | ||
|Beta Code=i(ppo/tigris | |Beta Code=i(ppo/tigris | ||
|Definition=ιδος, ὁ, | |Definition=ιδος, ὁ, a [[large]] kind of [[tiger]], D.C.77.6; cf. [[ἵππος]] v11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππότιγρις]], -ἱγριδος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] [[τίγρης]] με μεγάλο [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίγρις]]. Το α’ συνθετικό <i>ιππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά [[μεγάλος]]»), | |mltxt=[[ἱππότιγρις]], -ἱγριδος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] [[τίγρης]] με μεγάλο [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίγρις]]. Το α’ συνθετικό <i>ιππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά [[μεγάλος]]»), [[πρβλ]]. <i>ιππό</i>-<i>κρημνος</i>, <i>ιππο</i>-[[σέλινον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ιδος, ὁ, a large kind of tiger, D.C.77.6; cf. ἵππος v11.
German (Pape)
[Seite 1261] ιδος, ὁ, eine große Tigerart, D. Cass. 77, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππότιγρις: -ιδος, ὁ, εἶδος μεγάλης τίγρεως, Δίων Κ. 77. 6· ἴδε ἵππος VI.
Greek Monolingual
ἱππότιγρις, -ἱγριδος, ὁ (Α)
είδος τίγρης με μεγάλο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + τίγρις. Το α’ συνθετικό ιππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλος»), πρβλ. ιππό-κρημνος, ιππο-σέλινον.