ἱππότιγρις: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
(18)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippotigris
|Transliteration C=ippotigris
|Beta Code=i(ppo/tigris
|Beta Code=i(ppo/tigris
|Definition=ιδος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a large</b> kind of <b class="b2">tiger</b>, <span class="bibl">D.C.77.6</span>; cf. ἵππος<span class="bibl"> v11</span>.</span>
|Definition=ιδος, ὁ, a [[large]] kind of [[tiger]], D.C.77.6; cf. [[ἵππος]] v11.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππότιγρις]], -ἱγριδος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] [[τίγρης]] με μεγάλο [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίγρις]]. Το α’ συνθετικό <i>ιππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά [[μεγάλος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππό</i>-<i>κρημνος</i>, <i>ιππο</i>-[[σέλινον]].
|mltxt=[[ἱππότιγρις]], -ἱγριδος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] [[τίγρης]] με μεγάλο [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίγρις]]. Το α’ συνθετικό <i>ιππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά [[μεγάλος]]»), [[πρβλ]]. <i>ιππό</i>-<i>κρημνος</i>, <i>ιππο</i>-[[σέλινον]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππότιγρις Medium diacritics: ἱππότιγρις Low diacritics: ιππότιγρις Capitals: ΙΠΠΟΤΙΓΡΙΣ
Transliteration A: hippótigris Transliteration B: hippotigris Transliteration C: ippotigris Beta Code: i(ppo/tigris

English (LSJ)

ιδος, ὁ, a large kind of tiger, D.C.77.6; cf. ἵππος v11.

German (Pape)

[Seite 1261] ιδος, ὁ, eine große Tigerart, D. Cass. 77, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππότιγρις: -ιδος, ὁ, εἶδος μεγάλης τίγρεως, Δίων Κ. 77. 6· ἴδε ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱππότιγρις, -ἱγριδος, ὁ (Α)
είδος τίγρης με μεγάλο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + τίγρις. Το α’ συνθετικό ιππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλος»), πρβλ. ιππό-κρημνος, ιππο-σέλινον.