ίσχαιμος: Difference between revisions
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
(18) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἴσχαιμος]], -ον)<br />αυτός που προκαλεί [[αναστολή]] της κυκλοφορίας του αίματος («[[ἴσχαιμος]] [[περίδεσις]]» — η πρόχειρη [[κατάπαυση]] της αιμορραγίας από κάποιο [[τραύμα]], Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φάρμακα) ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἴσχαιμος]], -ον)<br />αυτός που προκαλεί [[αναστολή]] της κυκλοφορίας του αίματος («[[ἴσχαιμος]] [[περίδεσις]]» — η πρόχειρη [[κατάπαυση]] της αιμορραγίας από κάποιο [[τραύμα]], Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φάρμακα) ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἴσχαιμος]]<br />[[ρίζα]] φυτού που αναστέλλει την [[εκροή]] του αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴσχ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), πρβλ. <i>ολίγ</i>-<i>αιμος</i>, <i>παχύ</i>-<i>αιμος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἴσχαιμος, -ον)
αυτός που προκαλεί αναστολή της κυκλοφορίας του αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» — η πρόχειρη κατάπαυση της αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.)
αρχ.
1. (για φάρμακα) ο στυπτικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴσχαιμος
ρίζα φυτού που αναστέλλει την εκροή του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἴσχ- (< ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω») + -αιμος (< αίμα), πρβλ. ολίγ-αιμος, παχύ-αιμος].