κακόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(18)
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakoglossos
|Transliteration C=kakoglossos
|Beta Code=kako/glwssos
|Beta Code=kako/glwssos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ill-tongued</b>, <b class="b3">βοὴ κ</b>. a cry <b class="b2">of misery</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>661</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">bringing evil</b> [on oneself] <b class="b2">by one's tongue</b>, of Niobe, <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>96</span>.</span>
|Definition=κακόγλωσσον,<br><span class="bld">A</span> [[ill-tongued]], <b class="b3">βοὴ κ.</b> a cry [[of misery]], [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''661.<br><span class="bld">II</span> [[bringing evil]] [on oneself] [[by one's tongue]], of Niobe, Call.''Del.''96.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1299.png Seite 1299]] von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1299.png Seite 1299]] von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui annonce un malheur]].<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[γλῶσσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόγλωσσος:''' [[возвещающий беду]], [[зловещий]] ([[βοή]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκόγλωσσος''': -ον, [[κακόγλωσσος]] βοή, κραυγὴ δυστυχίας, Εὐρ. Ἑκ. 661. ΙΙ. ἐπιφέρων κακὸν (εἰς ἑαυτὸν) διὰ τῆς γλώσσης του, λαλῶν πρὸς ἰδίαν αὑτοῦ βλάβην, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Καλλ. εἰς Δῆλον 96.
|lstext='''κᾰκόγλωσσος''': -ον, [[κακόγλωσσος]] βοή, κραυγὴ δυστυχίας, Εὐρ. Ἑκ. 661. ΙΙ. ἐπιφέρων κακὸν (εἰς ἑαυτὸν) διὰ τῆς γλώσσης του, λαλῶν πρὸς ἰδίαν αὑτοῦ βλάβην, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Καλλ. εἰς Δῆλον 96.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui annonce un malheur.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[γλῶσσα]].
|mltxt=, -ο (AM [[κακόγλωσσος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[γλώσσα]], [[κακολόγος]], [[κουτσομπόλης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα [[λόγια]] της [[κακό]] στον εαυτό της<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βοή [[κακόγλωσσος]]» — [[κραυγή]] που προμηνύει [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. [[ελευθερόγλωσσος]], [[χρυσόγλωσσος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που ξεστομίζει [[κακά]], <i>βοὴ κ</i>., [[κραυγή]] δυστυχίας, σε Ευρ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόγλωσσος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[γλώσσα]], [[κακολόγος]], [[κουτσομπόλης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα [[λόγια]] της [[κακό]] στον εαυτό της<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βοή [[κακόγλωσσος]]» — [[κραυγή]] που προμηνύει [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελευθερό</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mdlsjtxt=κᾰκό-γλωσσος, ον [[γλῶσσα]]<br />ill-tongued, βοὴ κ. a cry of [[misery]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:46, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόγλωσσος Medium diacritics: κακόγλωσσος Low diacritics: κακόγλωσσος Capitals: ΚΑΚΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: kakóglōssos Transliteration B: kakoglōssos Transliteration C: kakoglossos Beta Code: kako/glwssos

English (LSJ)

κακόγλωσσον,
A ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, E.Hec.661.
II bringing evil [on oneself] by one's tongue, of Niobe, Call.Del.96.

German (Pape)

[Seite 1299] von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui annonce un malheur.
Étymologie: κακός, γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόγλωσσος: возвещающий беду, зловещий (βοή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόγλωσσος: -ον, κακόγλωσσος βοή, κραυγὴ δυστυχίας, Εὐρ. Ἑκ. 661. ΙΙ. ἐπιφέρων κακὸν (εἰς ἑαυτὸν) διὰ τῆς γλώσσης του, λαλῶν πρὸς ἰδίαν αὑτοῦ βλάβην, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Καλλ. εἰς Δῆλον 96.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει κακή γλώσσα, κακολόγος, κουτσομπόλης
αρχ.
1. (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα λόγια της κακό στον εαυτό της
2. φρ. «βοή κακόγλωσσος» — κραυγή που προμηνύει κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ελευθερόγλωσσος, χρυσόγλωσσος].

Greek Monotonic

κᾰκόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που ξεστομίζει κακά, βοὴ κ., κραυγή δυστυχίας, σε Ευρ.

Middle Liddell

κᾰκό-γλωσσος, ον γλῶσσα
ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, Eur.