καλόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[άνθρωπος]] καλής πίστεως, [[ειλικρινής]], [[ευθύς]], [[τίμιος]], [[ανυστερόβουλος]]<br /><b>2.</b> (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοπίστως</i> και <i>καλόπιστα</i><br />με καλή [[πίστη]], με [[ειλικρίνεια]] προθέσεων, τίμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πιστός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιό</i>-<i>πιστος</i>, <i>ευκολό</i>-<i>πιστος</i>, <i>εύ</i>-<i>πιστος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[άνθρωπος]] καλής πίστεως, [[ειλικρινής]], [[ευθύς]], [[τίμιος]], [[ανυστερόβουλος]]<br /><b>2.</b> (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοπίστως</i> και <i>καλόπιστα</i><br />με καλή [[πίστη]], με [[ειλικρίνεια]] προθέσεων, τίμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πιστός]]), [[πρβλ]]. [[αξιόπιστος]], [[ευκολόπιστος]], [[εύπιστος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για ανθρώπους) άνθρωπος καλής πίστεως, ειλικρινής, ευθύς, τίμιος, ανυστερόβουλος
2. (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο.
επίρρ...
καλοπίστως και καλόπιστα
με καλή πίστη, με ειλικρίνεια προθέσεων, τίμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πιστος (< πιστός), πρβλ. αξιόπιστος, ευκολόπιστος, εύπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].