καταπόνηση: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(19)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[καταπόνησις]]) [[καταπονώ]]<br />υπερβολική [[κούραση]], [[εξάντληση]], [[εξασθένηση]] λόγω υπερβολικού κόπου, [[κατανάλωση]] δυνάμεων<br /><b>νεοελλ.</b><br />(φυσ.-τεχνολ.) [[κατάσταση]] ενός υλικού ή ενός τεχνικού συστήματος η οποία χαρακτηρίζεται από ένα [[σύνολο]] φυσικών μεγεθών (μηχανικών, θερμικών, ηλεκτρικών, μαγνητικών <b>κ.ά.</b>), τα οποία, αν υπερβούν ορισμένες οριακές τιμές, επιφέρουν την [[καταστροφή]] του αντίστοιχου υλικού ή συστήματος.
|mltxt=η (Α [[καταπόνησις]]) [[καταπονώ]]<br />υπερβολική [[κούραση]], [[εξάντληση]], [[εξασθένηση]] λόγω υπερβολικού κόπου, [[κατανάλωση]] δυνάμεων<br /><b>νεοελλ.</b><br />(φυσ.-τεχνολ.) [[κατάσταση]] ενός υλικού ή ενός τεχνικού συστήματος η οποία χαρακτηρίζεται από ένα [[σύνολο]] φυσικών μεγεθών (μηχανικών, θερμικών, ηλεκτρικών, μαγνητικών <b>κ.ά.</b>), τα οποία, αν υπερβούν ορισμένες οριακές τιμές, επιφέρουν την [[καταστροφή]] του αντίστοιχου υλικού ή συστήματος.
}}
{{trml
|trtx====[[fatigue]]===
Albanian: lodhje; Arabic: إِرْهَاق‎, تَعَب‎; Armenian: հոգնածություն, ուժասպառություն; Azerbaijani: yorğunluq; Belarusian: стома, стомленасць, зморанасць; Bulgarian: умора, изтощение; Catalan: fatiga; Chinese Mandarin: 疲勞, 疲劳, 倦怠, 乏力, 勞累, 劳累; Czech: únava; Dalmatian: fataica; Danish: træthed, udmatning; Dutch: [[vermoeidheid]]; Esperanto: laceco; Estonian: väsimus; Finnish: väsymys, uupumus, väsyminen, uupuminen; French: [[fatigue]], [[épuisement]]; Galician: fatiga; Georgian: დაღლილობა; German: [[Müdigkeit]], [[Ermüdung]], [[Schlappheit]], [[Überdruss]], [[Erschöpfung]]; Greek: [[κόπος]], [[κούραση]], [[καταπόνηση]]; Hindi: थकान; Hungarian: fáradtság; Icelandic: þreyta; Indonesian: kelelahan; Irish: tuirse; Istriot: fadeîga; Italian: [[stanchezza]], [[stanchezza]], [[affaticamento]]; Japanese: 疲労, 疲れ; Kazakh: шаршау, шаршағандық, болдырғандық; Korean: 피곤(疲困), 피로(疲勞); Kyrgyz: чарчоо, чарчагандык; Latin: [[fatigatio]]; Latvian: nogurums; Lithuanian: nuovargis; Macedonian: умор, замор; Malay: keletihan; Maori: kurutai, mākinokino; Miyako: ブガリ; Mongolian Cyrillic: ядаргаа; Nahuatl: ciammiquiliztli; Norwegian Bokmål: tretthet, utmattelse; Persian: خستگی‎; Polish: zmęczenie; Portuguese: [[fadiga]]; Romanian: extenuare, oboseală; Russian: [[усталость]], [[утомление]]; Serbo-Croatian Cyrillic: умор; Roman: úmor; Slovak: únava; Slovene: utrujenost; Spanish: [[fatiga]]; Swedish: trötthet, utmattning; Tagalog: pagod; Tajik: хастагӣ; Thai: ความล้า; Turkish: yorgunluk, bitkinlik; Turkmen: ýadawlyk; Ukrainian: утома, утомленість, стомленість, змореність; Urdu: تکان‎; Uzbek: charchaganlik, horganlik; Vietnamese: mệt mỏi; Venetian: fadiga
}}
}}

Latest revision as of 15:57, 3 November 2022

Greek Monolingual

η (Α καταπόνησις) καταπονώ
υπερβολική κούραση, εξάντληση, εξασθένηση λόγω υπερβολικού κόπου, κατανάλωση δυνάμεων
νεοελλ.
(φυσ.-τεχνολ.) κατάσταση ενός υλικού ή ενός τεχνικού συστήματος η οποία χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο φυσικών μεγεθών (μηχανικών, θερμικών, ηλεκτρικών, μαγνητικών κ.ά.), τα οποία, αν υπερβούν ορισμένες οριακές τιμές, επιφέρουν την καταστροφή του αντίστοιχου υλικού ή συστήματος.

Translations

fatigue

Albanian: lodhje; Arabic: إِرْهَاق‎, تَعَب‎; Armenian: հոգնածություն, ուժասպառություն; Azerbaijani: yorğunluq; Belarusian: стома, стомленасць, зморанасць; Bulgarian: умора, изтощение; Catalan: fatiga; Chinese Mandarin: 疲勞, 疲劳, 倦怠, 乏力, 勞累, 劳累; Czech: únava; Dalmatian: fataica; Danish: træthed, udmatning; Dutch: vermoeidheid; Esperanto: laceco; Estonian: väsimus; Finnish: väsymys, uupumus, väsyminen, uupuminen; French: fatigue, épuisement; Galician: fatiga; Georgian: დაღლილობა; German: Müdigkeit, Ermüdung, Schlappheit, Überdruss, Erschöpfung; Greek: κόπος, κούραση, καταπόνηση; Hindi: थकान; Hungarian: fáradtság; Icelandic: þreyta; Indonesian: kelelahan; Irish: tuirse; Istriot: fadeîga; Italian: stanchezza, stanchezza, affaticamento; Japanese: 疲労, 疲れ; Kazakh: шаршау, шаршағандық, болдырғандық; Korean: 피곤(疲困), 피로(疲勞); Kyrgyz: чарчоо, чарчагандык; Latin: fatigatio; Latvian: nogurums; Lithuanian: nuovargis; Macedonian: умор, замор; Malay: keletihan; Maori: kurutai, mākinokino; Miyako: ブガリ; Mongolian Cyrillic: ядаргаа; Nahuatl: ciammiquiliztli; Norwegian Bokmål: tretthet, utmattelse; Persian: خستگی‎; Polish: zmęczenie; Portuguese: fadiga; Romanian: extenuare, oboseală; Russian: усталость, утомление; Serbo-Croatian Cyrillic: умор; Roman: úmor; Slovak: únava; Slovene: utrujenost; Spanish: fatiga; Swedish: trötthet, utmattning; Tagalog: pagod; Tajik: хастагӣ; Thai: ความล้า; Turkish: yorgunluk, bitkinlik; Turkmen: ýadawlyk; Ukrainian: утома, утомленість, стомленість, змореність; Urdu: تکان‎; Uzbek: charchaganlik, horganlik; Vietnamese: mệt mỏi; Venetian: fadiga