κατασπασμικός: Difference between revisions
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(19) |
mNo edit summary |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataspasmikos | |Transliteration C=kataspasmikos | ||
|Beta Code=kataspasmiko/s | |Beta Code=kataspasmiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κατασπασμική, κατασπασμικόν, of a drug, [[curing depression]] ([[κατασπασμός]]), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 1088.68 (i A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατασπασμικός]], -ή, -όν (Α) [[κατασπασμός]]<br />(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη [[θεραπεία]] κατασπασμών. | |mltxt=[[κατασπασμικός]], -ή, -όν (Α) [[κατασπασμός]]<br />(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη [[θεραπεία]] κατασπασμών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:42, 18 January 2024
English (LSJ)
κατασπασμική, κατασπασμικόν, of a drug, curing depression (κατασπασμός), POxy. 1088.68 (i A.D.).
Greek Monolingual
κατασπασμικός, -ή, -όν (Α) κατασπασμός
(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών.