καυκαλίας: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(20)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kafkalias
|Transliteration C=kafkalias
|Beta Code=kaukali/as
|Beta Code=kaukali/as
|Definition=ὁ, kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bird</b>, Hsch.; cf. [[καυκιάλης]].</span>
|Definition=ὁ, kind of [[bird]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[καυκιάλης]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυκᾰλίας Medium diacritics: καυκαλίας Low diacritics: καυκαλίας Capitals: ΚΑΥΚΑΛΙΑΣ
Transliteration A: kaukalías Transliteration B: kaukalias Transliteration C: kafkalias Beta Code: kaukali/as

English (LSJ)

ὁ, kind of bird, Hsch.; cf. καυκιάλης.

German (Pape)

[Seite 1407] ὁ, ein Vogel, Hesych. καυκιάλης.

Greek (Liddell-Scott)

καυκᾰλίας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

καυκαλίας, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. koka-, kokila- και το λιθουαν. kaukӯs, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα kau- «ουρλιάζω» ή kawā- «θορυβώδες, φωνακλάδικο πουλί»].