Κεκρόπιος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(20)
m (Text replacement - "l’" to "l'")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Cécrops ; [[Κεκροπία]] [[χθών]] EUR la terre de Cécrops, l’Attique.<br />'''Étymologie:''' [[Κέκροψ]].
|btext=α, ον :<br />de Cécrops ; [[Κεκροπία]] [[χθών]] EUR la terre de Cécrops, l'Attique.<br />'''Étymologie:''' [[Κέκροψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κεκρόπιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, [[Αθηναίος]], [[αθηναϊκός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ Κεκρόπιοι</i><br />οι Αθηναίοι<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύρ. όν.</b>) <i>ἡ Κεκροπία</i><br />α) η Αθήνα<br />β) [[δήμος]] της αρχαιότατης Αττικής<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ Κεκρόπιον</i><br />[[τμήμα]] του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο [[τάφος]] του Κέκροπος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πέτρα]] Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας<br />β) «Κεκροπία [[χθών]]» — η Αττική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κέκροψ]], -<i>οπος</i>].
|mltxt=[[Κεκρόπιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, [[Αθηναίος]], [[αθηναϊκός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ Κεκρόπιοι</i><br />οι Αθηναίοι<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύρ. όν.</b>) <i>ἡ Κεκροπία</i><br />α) η Αθήνα<br />β) [[δήμος]] της αρχαιότατης Αττικής<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ Κεκρόπιον</i><br />[[τμήμα]] του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο [[τάφος]] του Κέκροπος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πέτρα]] Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας<br />β) «Κεκροπία [[χθών]]» — η Αττική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κέκροψ]], -<i>οπος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''Κεκρόπιος:''' [[кекропов]]: [[Κεκροπία]] [[πέτρα]] Eur. = Ἀκρόπολις; [[Κεκροπία]] [[χθών]] Eur. = [[Ἀττική]].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 5 September 2022

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Cécrops ; Κεκροπία χθών EUR la terre de Cécrops, l'Attique.
Étymologie: Κέκροψ.

Greek Monolingual

Κεκρόπιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, Αθηναίος, αθηναϊκός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Κεκρόπιοι
οι Αθηναίοι
3. (το θηλ. ως κύρ. όν.) ἡ Κεκροπία
α) η Αθήνα
β) δήμος της αρχαιότατης Αττικής
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ Κεκρόπιον
τμήμα του Ερεχθείου, όπου βρισκόταν ο τάφος του Κέκροπος
5. φρ. α) «πέτρα Κεκροπία» — η Ακρόπολη της Αθήνας
β) «Κεκροπία χθών» — η Αττική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κέκροψ, -οπος].

Russian (Dvoretsky)

Κεκρόπιος: кекропов: Κεκροπία πέτρα Eur. = Ἀκρόπολις; Κεκροπία χθών Eur. = Ἀττική.