κεφαλαιοκράτης: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, [[καπιταλιστής]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] της κεφαλαιοκρατίας, του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλαιο]] <span style="color: red;">+</span> <i>κράτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), | |mltxt=ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, [[καπιταλιστής]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] της κεφαλαιοκρατίας, του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλαιο]] <span style="color: red;">+</span> <i>κράτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. <i>αριστο</i>-<i>κράτης</i>, [[δημο]]-<i>κράτης</i>. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>capitaliste</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Κοινωνία</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα
1. αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, καπιταλιστής
2. οπαδός της κεφαλαιοκρατίας, του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κράτης (< κράτος), πρβλ. αριστο-κράτης, δημο-κράτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliste. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Κοινωνία].