κεφαλαιοκράτης: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, [[καπιταλιστής]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] της κεφαλαιοκρατίας, του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλαιο]] <span style="color: red;">+</span> <i>κράτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστο</i>-<i>κράτης</i>, [[δημο]]-<i>κράτης</i>. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>capitaliste</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Κοινωνία</i>].
|mltxt=ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, [[καπιταλιστής]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] της κεφαλαιοκρατίας, του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλαιο]] <span style="color: red;">+</span> <i>κράτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. <i>αριστο</i>-<i>κράτης</i>, [[δημο]]-<i>κράτης</i>. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>capitaliste</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Κοινωνία</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα
1. αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, καπιταλιστής
2. οπαδός της κεφαλαιοκρατίας, του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κράτης (< κράτος), πρβλ. αριστο-κράτης, δημο-κράτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliste. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Κοινωνία].