κρανιεκτομή: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήρης]] [[απόσπαση]] ενός κρανιακού κρημνού [[κατά]] τη [[διάρκεια]] νευροχειρουργικών επεμβάσεων<br /><b>2.</b> ειδική [[εγχείρηση]] που συνίσταται στην [[αφαίρεση]] ενός τμήματος του θόλου του κρανίου ή λωρίδων οστού από τις μετωποκροταφικές χώρες με σκοπό να καταστεί δυνατή η ελεύθερη [[ανάπτυξη]] του εγκεφάλου σε περιπτώσεις πρόωρης συνοστέωσης τών ραφών του κρανίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήρης]] [[απόσπαση]] ενός κρανιακού κρημνού [[κατά]] τη [[διάρκεια]] νευροχειρουργικών επεμβάσεων<br /><b>2.</b> ειδική [[εγχείρηση]] που συνίσταται στην [[αφαίρεση]] ενός τμήματος του θόλου του κρανίου ή λωρίδων οστού από τις μετωποκροταφικές χώρες με σκοπό να καταστεί δυνατή η ελεύθερη [[ανάπτυξη]] του εγκεφάλου σε περιπτώσεις πρόωρης συνοστέωσης τών ραφών του κρανίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>craniectomie</i> <span style="color: red;"><</span> <i>crani</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>cranium</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίον]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ectomie</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>ectomia</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐκτομή]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:53, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
ιατρ.
1. πλήρης απόσπαση ενός κρανιακού κρημνού κατά τη διάρκεια νευροχειρουργικών επεμβάσεων
2. ειδική εγχείρηση που συνίσταται στην αφαίρεση ενός τμήματος του θόλου του κρανίου ή λωρίδων οστού από τις μετωποκροταφικές χώρες με σκοπό να καταστεί δυνατή η ελεύθερη ανάπτυξη του εγκεφάλου σε περιπτώσεις πρόωρης συνοστέωσης τών ραφών του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniectomie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -ectomie (< λατ. -ectomia < ἐκτομή)].