κυριοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyrioktonos | |Transliteration C=kyrioktonos | ||
|Beta Code=kuriokto/nos | |Beta Code=kuriokto/nos | ||
|Definition= | |Definition=κυριοκτόνον, [[slaying a sovereign lord]], <b class="b3">κ. πράξεις</b>, of those who killed the son of Saul, J.''AJ''7.2.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυριοκτόνος]], -ον (AM) <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[κυριοκτόνος]], -ον (AM) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυριοκτόνος]]<br />αυτός που θανάτωσε τον Κύριο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φονεύει έναν κύριο, έναν δεσπότη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύριος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
κυριοκτόνον, slaying a sovereign lord, κ. πράξεις, of those who killed the son of Saul, J.AJ7.2.1.
German (Pape)
[Seite 1536] den Herrn tödtend, mordend, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυριοκτόνος: ὁ, ὁ τὸν Κύριον κτείνων, Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4, 42, σ. 184, κλ.
Greek Monolingual
κυριοκτόνος, -ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ κυριοκτόνος
αυτός που θανάτωσε τον Κύριο
αρχ.
αυτός που φονεύει έναν κύριο, έναν δεσπότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -κτόνος (< κτείνω)].