μονοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monostivis
|Transliteration C=monostivis
|Beta Code=monostibh/s
|Beta Code=monostibh/s
|Definition=ές, (στείβω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">walking alone, unattended</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span> 768</span>.</span>
|Definition=μονοστιβές, ([[στείβω]]) [[walking alone]], [[unattended]], A.''Ch.'' 768.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui marche peu]], [[solitaire]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στείβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονοστῐβής:''' [[идущий один]] (εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μ. Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὁ βαδίζων [[μόνος]] [[ἄνευ]] ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.
|lstext='''μονοστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὁ βαδίζων [[μόνος]] [[ἄνευ]] ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ής, ές :<br />qui marche peu, solitaire.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στείβω]].
|mltxt=[[μονοστιβής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαδίζει [[μόνος]], [[χωρίς]] ακόλουθο («ξὺν λοχίταις [[είτε]] καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στῖβος</i>, <i>τὸ</i>), [[πρβλ]]. [[θεοστιβής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοστιβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που βαδίζει [[μόνος]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονο-στῐβής, ές [[στείβω]]<br />[[walking]] [[alone]], Aesch.
}}
}}
{{grml
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mltxt=[[μονοστιβής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαδίζει [[μόνος]], [[χωρίς]] ακόλουθο («ξὺν λοχίταις [[είτε]] καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στῖβος</i>, <i>τὸ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>στιβής</i>].
|woodrun=[[alone]], [[solitary]], [[unattended]]
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοστῐβής Medium diacritics: μονοστιβής Low diacritics: μονοστιβής Capitals: ΜΟΝΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: monostibḗs Transliteration B: monostibēs Transliteration C: monostivis Beta Code: monostibh/s

English (LSJ)

μονοστιβές, (στείβω) walking alone, unattended, A.Ch. 768.

German (Pape)

[Seite 205] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui marche peu, solitaire.
Étymologie: μόνος, στείβω.

Russian (Dvoretsky)

μονοστῐβής: идущий один (εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μ. Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μονοστῐβής: -ές, (στείβω) ὁ βαδίζων μόνος ἄνευ ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.

Greek Monolingual

μονοστιβής, -ές (Α)
αυτός που βαδίζει μόνος, χωρίς ακόλουθο («ξὺν λοχίταις είτε καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στιβής (< στῖβος, τὸ), πρβλ. θεοστιβής].

Greek Monotonic

μονοστιβής: -ές (στείβω), αυτός που βαδίζει μόνος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μονο-στῐβής, ές στείβω
walking alone, Aesch.

English (Woodhouse)

alone, solitary, unattended

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)