λεβητάριον: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(22)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=levitarion
|Transliteration C=levitarion
|Beta Code=lebhta/rion
|Beta Code=lebhta/rion
|Definition=τό, Dim. of foreg., <span class="bibl">Poll.10.66</span>, <span class="bibl">95</span>, etc.
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[λέβης]], Poll. 10.66, 95, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεβητάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., [[Πολυδ]]. Ι΄, 66, 95, κτλ.
|lstext='''λεβητάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Πολυδ. Ι΄, 66, 95, κτλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[λεβητάριον]]) [[λέβης]]<br /><b>εκκλ.</b> μετάλλινο εκκλησιαστικό [[σκεύος]] με [[σχήμα]] μικρού αγγείου, που χρησιμεύει για [[θέρμανση]] νερού και [[έκχυση]] του στο [[ιερό]] ποτήριο λίγο [[πριν]] από τη [[θεία]] [[κοινωνία]], αλλ. [[ζέον]]<br /><b>αρχ.</b><br />υποκορ. του [[λέβης]], καζανάκι, μικρό [[δοχείο]].
|mltxt=το (AM [[λεβητάριον]]) [[λέβης]]<br /><b>εκκλ.</b> μετάλλινο εκκλησιαστικό [[σκεύος]] με [[σχήμα]] μικρού αγγείου, που χρησιμεύει για [[θέρμανση]] νερού και [[έκχυση]] του στο [[ιερό]] ποτήριο λίγο [[πριν]] από τη [[θεία]] [[κοινωνία]], αλλ. [[ζέον]]<br /><b>αρχ.</b><br />υποκορ. του [[λέβης]], καζανάκι, μικρό [[δοχείο]].
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 27 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεβητάριον Medium diacritics: λεβητάριον Low diacritics: λεβητάριον Capitals: ΛΕΒΗΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: lebētárion Transliteration B: lebētarion Transliteration C: levitarion Beta Code: lebhta/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of λέβης, Poll. 10.66, 95, etc.

German (Pape)

[Seite 21] τό, dim. von λέβης, Kesselchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεβητάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Πολυδ. Ι΄, 66, 95, κτλ.

Greek Monolingual

το (AM λεβητάριον) λέβης
εκκλ. μετάλλινο εκκλησιαστικό σκεύος με σχήμα μικρού αγγείου, που χρησιμεύει για θέρμανση νερού και έκχυση του στο ιερό ποτήριο λίγο πριν από τη θεία κοινωνία, αλλ. ζέον
αρχ.
υποκορ. του λέβης, καζανάκι, μικρό δοχείο.