λεπτουργώ: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(23)
 
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM λεπτουργῶ, -έω) [[λεπτουργός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] λεπτή [[εργασία]], [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[τέχνη]] και [[λεπτότητα]]<br /><b>2.</b> (για τορνευτή ή ξυλουργό) [[διακοσμώ]] τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ λεπτουργεῑν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεπτολογώ]], [[ασχολούμαι]] με λεπτομέρειες ή [[περιγράφω]] [[λεπτομερώς]] (α. «[[νόμος]] οὐκ ἄν ποτε δύναιτο συστῆναι λεπτουργεῑν πρὸς τὰ ἀδικήματα ἐγχειρῶν», Θεμίστ.<br />β. «ὅσα ἔδρασεν ἡμᾱς ἀγαθὰ καθ' ἕκαστον λεπτουργεῑν», Ιουλ.).
|mltxt=(AM λεπτουργῶ, -έω) [[λεπτουργός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] λεπτή [[εργασία]], [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[τέχνη]] και [[λεπτότητα]]<br /><b>2.</b> (για τορνευτή ή ξυλουργό) [[διακοσμώ]] τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ λεπτουργεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεπτολογώ]], [[ασχολούμαι]] με λεπτομέρειες ή [[περιγράφω]] [[λεπτομερώς]] (α. «[[νόμος]] οὐκ ἄν ποτε δύναιτο συστῆναι λεπτουργεῖν πρὸς τὰ ἀδικήματα ἐγχειρῶν», Θεμίστ.<br />β. «ὅσα ἔδρασεν ἡμᾶς ἀγαθὰ καθ' ἕκαστον λεπτουργεῖν», Ιουλ.).
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 9 September 2022

Greek Monolingual

(AM λεπτουργῶ, -έω) λεπτουργός
1. κάνω λεπτή εργασία, επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη τέχνη και λεπτότητα
2. (για τορνευτή ή ξυλουργό) διακοσμώ τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ λεπτουργεῖν», Πλούτ.)
αρχ.
λεπτολογώ, ασχολούμαι με λεπτομέρειες ή περιγράφω λεπτομερώς (α. «νόμος οὐκ ἄν ποτε δύναιτο συστῆναι λεπτουργεῖν πρὸς τὰ ἀδικήματα ἐγχειρῶν», Θεμίστ.
β. «ὅσα ἔδρασεν ἡμᾶς ἀγαθὰ καθ' ἕκαστον λεπτουργεῖν», Ιουλ.).