λιβανίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(23) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=livanizo | |Transliteration C=livanizo | ||
|Beta Code=libani/zw | |Beta Code=libani/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[smell like frankincense]], Dsc.1.71, Gal.13.475. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 03:05, 24 August 2022
English (LSJ)
smell like frankincense, Dsc.1.71, Gal.13.475.
German (Pape)
[Seite 42] wie Weihrauch riechen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβᾰνίζω: (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.
Greek Monolingual
(Α λιβανίζω) λίβανος
νεοελλ.
1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω
2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά
3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον
4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» — καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι
αρχ.
έχω οσμή λιβανιού.