χαμαισύκη: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chamaisyki | |Transliteration C=chamaisyki | ||
|Beta Code=xamaisu/kh | |Beta Code=xamaisu/kh | ||
|Definition=[ῡ], ἡ, < | |Definition=[ῡ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[thyme spurge]], [[Euphorbia Chamaesyce]], Dsc.4.169, Plin.''HN''24.134: Adj. [[χαμαισύκινος]], η, ον, ''Glossaria''<br><span class="bld">II</span> = [[ἀστράγαλος]] VII, Ps.-Dsc.4.61. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χᾰμαισύκη''': [ῡ], ἡ, χαμηλὴ συκῆ, [[εἶδος]] τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», «ἡ [[χαμαισύκη]] ... κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύλους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους, περιφερεῖς, ὀποῦ μεστούς· φύλλα φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· [[καρπὸς]] δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις [[στρογγύλος]]» Διοσκ. 4. 170, Πλίν. 24. 83. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 564. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] παπαρούνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συκῆ]]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>die [[Erdfeige]]</i>, eine Art [[Wolfsmilch]], Diosc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A thyme spurge, Euphorbia Chamaesyce, Dsc.4.169, Plin.HN24.134: Adj. χαμαισύκινος, η, ον, Glossaria
II = ἀστράγαλος VII, Ps.-Dsc.4.61.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαισύκη: [ῡ], ἡ, χαμηλὴ συκῆ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», «ἡ χαμαισύκη ... κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύλους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους, περιφερεῖς, ὀποῦ μεστούς· φύλλα φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· καρπὸς δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις στρογγύλος» Διοσκ. 4. 170, Πλίν. 24. 83. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 564.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βοτ. είδος παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + συκῆ].
German (Pape)
ἡ, die Erdfeige, eine Art Wolfsmilch, Diosc.