μελανδίνης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
(24)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melandinis
|Transliteration C=melandinis
|Beta Code=melandi/nhs
|Beta Code=melandi/nhs
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dark-eddying</b>, Γάγγης <span class="bibl">D.P. 577</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[dark-eddying]], Γάγγης D.P. 577.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανδίνης]], ὁ (Α)<br />(για ποταμό) αυτός που σχηματίζει μαύρες, σκοτεινές δίνες («μελανδίνην ἀνὰ Γάγγην», Διον. Περ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δίνη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθυ</i>-<i>δίνης</i>)].
|mltxt=[[μελανδίνης]], ὁ (Α)<br />(για ποταμό) αυτός που σχηματίζει μαύρες, σκοτεινές δίνες («μελανδίνην ἀνὰ Γάγγην», Διον. Περ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δίνη]] ([[πρβλ]]. [[βαθυδίνης]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδίνης Medium diacritics: μελανδίνης Low diacritics: μελανδίνης Capitals: ΜΕΛΑΝΔΙΝΗΣ
Transliteration A: melandínēs Transliteration B: melandinēs Transliteration C: melandinis Beta Code: melandi/nhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, dark-eddying, Γάγγης D.P. 577.

German (Pape)

[Seite 119] ὁ, schwarzwirbelnd, Γάγγης, D. Per. 577.

Greek (Liddell-Scott)

μελανδίνης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων, σχηματίζων μελαίνας δίνας, Διον. Π. 577.

Greek Monolingual

μελανδίνης, ὁ (Α)
(για ποταμό) αυτός που σχηματίζει μαύρες, σκοτεινές δίνες («μελανδίνην ἀνὰ Γάγγην», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δίνη (πρβλ. βαθυδίνης)].