ἀξιόποινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aksiopoinos
|Transliteration C=aksiopoinos
|Beta Code=a)cio/poinos
|Beta Code=a)cio/poinos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exacting due punishment</b>, of Athena at Sparta, <span class="bibl">Paus.3.15.6</span>.</span>
|Definition=ἀξιόποινον, [[exacting due punishment]], of Athena at Sparta, Paus.3.15.6.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0270.png Seite 270]] ([[ποινή]]), strafwürdig. Aber Ἀθηνᾶ ἀξ., bei den Lakoniern, Paus. 3, 15, 6, die gerechte Strafen verhängt.
}}
{{ls
|lstext='''ἀξιόποινος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] ποινῆς, ἀλλ’ ἐν Σπάρτῃ τὸ [[πάλαι]] ὑπῆρχεν ἱερὸν Ἀθηνᾶς Ἀξιοποίνου ὡς τιμωρούσης ἐπαξίως τοὺς ἀξιοποίνους, «ὡς γὰρ δὴ ἀμυνόμενος [[Ἡρακλῆς]] Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς παῖδας μετῆλθε κατ’ ἀξίαν ὧν προϋπῆρξαν, ἱερὸν Ἀθηνᾶς ἱδρύεται, Ἀξιοποίνου δὲ ἐπίκλησιν, ὅτι τὰς τιμωρίας οἱ παλαιοὶ τῶν ἀνθρώπων ὠνόμαζον ποινάς» Παυσ. 3. 15. 6.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀξιόποινος]], -ον)<br />αυτός που αξίζει να τιμωρηθεί, ο [[κολάσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που επιβάλλει την [[τιμωρία]] που [[πρέπει]].
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιόποινος Medium diacritics: ἀξιόποινος Low diacritics: αξιόποινος Capitals: ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: axiópoinos Transliteration B: axiopoinos Transliteration C: aksiopoinos Beta Code: a)cio/poinos

English (LSJ)

ἀξιόποινον, exacting due punishment, of Athena at Sparta, Paus.3.15.6.

German (Pape)

[Seite 270] (ποινή), strafwürdig. Aber Ἀθηνᾶ ἀξ., bei den Lakoniern, Paus. 3, 15, 6, die gerechte Strafen verhängt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόποινος: -ον, ὁ ἄξιος ποινῆς, ἀλλ’ ἐν Σπάρτῃ τὸ πάλαι ὑπῆρχεν ἱερὸν Ἀθηνᾶς Ἀξιοποίνου ὡς τιμωρούσης ἐπαξίως τοὺς ἀξιοποίνους, «ὡς γὰρ δὴ ἀμυνόμενος Ἡρακλῆς Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς παῖδας μετῆλθε κατ’ ἀξίαν ὧν προϋπῆρξαν, ἱερὸν Ἀθηνᾶς ἱδρύεται, Ἀξιοποίνου δὲ ἐπίκλησιν, ὅτι τὰς τιμωρίας οἱ παλαιοὶ τῶν ἀνθρώπων ὠνόμαζον ποινάς» Παυσ. 3. 15. 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιόποινος, -ον)
αυτός που αξίζει να τιμωρηθεί, ο κολάσιμος
αρχ.
εκείνος που επιβάλλει την τιμωρία που πρέπει.