μετεωροπόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(25)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετεωροπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλανιέται στα ύψη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υψηλόφρων]]<br />β) [[ταραγμένος]], σαστισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]], <i>ποντο</i>-[[πόρος]])].
|mltxt=[[μετεωροπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλανιέται στα ύψη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υψηλόφρων]]<br />β) [[ταραγμένος]], σαστισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] ([[πρβλ]]. [[οδοιπόρος]], [[ποντοπόρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 160] in der Höhe, in der Luft, hoch über der Erde wandelnd, auch übertr., der sich mit seinen Gedanken zu hoch versteigt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροπόρος: -ον, ὁ ὑψηλὰ πλανώμενος, ὑψηλόφρων, Γρηγ. Θ. 1077C, Βασίλ. Μ. Ι, 300B.

Greek Monolingual

μετεωροπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που πλανιέται στα ύψη
2. μτφ. α) υψηλόφρων
β) ταραγμένος, σαστισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + πόρος (πρβλ. οδοιπόρος, ποντοπόρος)].