Χιογενής: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Chiogenēs | |Transliteration B=Chiogenēs | ||
|Transliteration C=CHiogenis | |Transliteration C=CHiogenis | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*xiogenh/s | ||
|Definition=ές, <span | |Definition=Χιογενές, [[of Chian growth]], of wine, ''AP''11.44 (Phld.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[originaire de Chios]].<br />'''Étymologie:''' [[Χίος]], [[γένος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] ές, von chiischer Abkunft, chiisch, [[πρόποσις]] Philodem. (XI, 44), vom Chierwein. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Χῑογενής:''' [[родом из Хиоса]], [[хиосский]]: Χ. Βρομίου [[πρόποσις]] Anth. = [[Χῖος]] [[οἶνος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Χῑογενής''': -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Χῑογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που κατάγεται από τη Χίο, λέγεται για [[κρασί]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Χῑο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />of Chian [[growth]], of [[wine]], Anth. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χιογενής]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας ερεικίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[κρασί]]) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[Περσογενής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 25 August 2023
English (LSJ)
Χιογενές, of Chian growth, of wine, AP11.44 (Phld.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
originaire de Chios.
Étymologie: Χίος, γένος.
German (Pape)
[Seite 1356] ές, von chiischer Abkunft, chiisch, πρόποσις Philodem. (XI, 44), vom Chierwein.
Russian (Dvoretsky)
Χῑογενής: родом из Хиоса, хиосский: Χ. Βρομίου πρόποσις Anth. = Χῖος οἶνος.
Greek (Liddell-Scott)
Χῑογενής: -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44.
Greek Monotonic
Χῑογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που κατάγεται από τη Χίο, λέγεται για κρασί, σε Ανθ.
Middle Liddell
Χῑο-γενής, ές γίγνομαι
of Chian growth, of wine, Anth.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χιογενής
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας ερεικίδες
μσν.-αρχ.
(για κρασί) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χῖος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσογενής].