μουρμούρα: Difference between revisions

From LSJ
(26)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ήχος]] συνεχών ψιθυρισμών, [[ψιθύρισμα]]<br /><b>2.</b> [[γκρίνια]], [[μεμψιμοιρία]], [[παράπονο]]<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Lithognathus mormyrus, θαλάσσιου τελεόστεου ψαριού της οικογένειας sparidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μουρμουρίζω]] (<b>πρβλ.</b> ιταλ. <i>murmure</i> &GT; λατ. <i>murmur</i>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ήχος]] συνεχών ψιθυρισμών, [[ψιθύρισμα]]<br /><b>2.</b> [[γκρίνια]], [[μεμψιμοιρία]], [[παράπονο]]<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Lithognathus mormyrus, θαλάσσιου τελεόστεου ψαριού της οικογένειας sparidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μουρμουρίζω]] (<b>πρβλ.</b> ιταλ. <i>murmure</i> > λατ. <i>murmur</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

η
1. ήχος συνεχών ψιθυρισμών, ψιθύρισμα
2. γκρίνια, μεμψιμοιρία, παράπονο
3. κοινή ονομασία του είδους Lithognathus mormyrus, θαλάσσιου τελεόστεου ψαριού της οικογένειας sparidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μουρμουρίζω (πρβλ. ιταλ. murmure > λατ. murmur)].