ολιγοδρανής: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγοδρανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λίγη [[δύναμη]], [[αδύναμος]], [[ασθενικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραίνω]] «έχω [[δύναμη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>δρανής</i>, <i>λιπο</i>-<i>δρανής</i>].
|mltxt=[[ὀλιγοδρανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λίγη [[δύναμη]], [[αδύναμος]], [[ασθενικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραίνω]] «έχω [[δύναμη]]»), [[πρβλ]]. [[αδρανής]], [[λιποδρανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:44, 9 May 2023

Greek Monolingual

ὀλιγοδρανής, -ές (Α)
αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. αδρανής, λιποδρανής].