ψάγιος: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psagios
|Transliteration C=psagios
|Beta Code=ya/gios
|Beta Code=ya/gios
|Definition=[ᾰ], α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oblique, askew</b>, metaph., <b class="b2">mal à propos, blundering</b>, <b class="b3">εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον</b> (sic codd. vett.) ὄαρον ἐννέπων <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>7.69</span>: ψάγιον· <b class="b3">πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον</b>, Hsch.; ψάδιον· <b class="b3">κάταντες</b>, Id.</span>
|Definition=[ᾰ], α, ον, [[oblique]], [[askew]], metaph., mal à propos, blundering, <b class="b3">εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον</b> (sic codd. vett.) ὄαρον ἐννέπων Pi.''N.''7.69: ψάγιον· [[πλάγιον]], [[λοξόν]], [[ἐπικεκλιμένον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; ψάδιον· [[κάταντες]], Id.
}}
{{ls
|lstext='''ψάγιος''': -α, -ον, = [[πλάγιος]], «ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον» Ἡσύχ.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ψᾰγῐος</b> [[crooked]], [[distorted]] met. μαθὼν δέ [[τις]] ἀνερεῖ, εἰ πὰρ [[μέλος]] [[ἔρχομαι]] ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (N. 7.69)
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πλάγιος]], [[επικλινής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασταθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημ. του επιθ. οδηγεί στο επίθ. [[πλάγιος]]. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους].
}}
{{elnl
|elnltext=ψάγιος -α -ον [~ πλάγιος?] [[dwars]], [[ongepast]].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάγιος Medium diacritics: ψάγιος Low diacritics: ψάγιος Capitals: ΨΑΓΙΟΣ
Transliteration A: pságios Transliteration B: psagios Transliteration C: psagios Beta Code: ya/gios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, oblique, askew, metaph., mal à propos, blundering, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον (sic codd. vett.) ὄαρον ἐννέπων Pi.N.7.69: ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον, Hsch.; ψάδιον· κάταντες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ψάγιος: -α, -ον, = πλάγιος, «ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον» Ἡσύχ.

English (Slater)

ψᾰγῐος crooked, distorted met. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (N. 7.69)

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
1. πλάγιος, επικλινής
2. μτφ. ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. του επιθ. οδηγεί στο επίθ. πλάγιος. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψάγιος -α -ον [~ πλάγιος?] dwars, ongepast.