ξανθόλευκος: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(27) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksantholefkos | |Transliteration C=ksantholefkos | ||
|Beta Code=canqo/leukos | |Beta Code=canqo/leukos | ||
|Definition= | |Definition=ξανθόλευκον, [[pale yellow]], Gal.17(1).835. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξανθόλευκος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει απαλό κίτρινο [[χρώμα]] το οποίο αποκλίνει [[προς]] το [[λευκό]], [[ωχρόλευκος]]. | |mltxt=[[ξανθόλευκος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει απαλό κίτρινο [[χρώμα]] το οποίο αποκλίνει [[προς]] το [[λευκό]], [[ωχρόλευκος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ξανθόλευκον, pale yellow, Gal.17(1).835.
Greek Monolingual
ξανθόλευκος, -ον (Α)
αυτός που έχει απαλό κίτρινο χρώμα το οποίο αποκλίνει προς το λευκό, ωχρόλευκος.