νυκτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(27)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nyktoeidis
|Transliteration C=nyktoeidis
|Beta Code=nuktoeidh/s
|Beta Code=nuktoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like night</b>, offog, Hp.<b class="b2">Aër</b>.8 ; χρόνος ἐστὶν ἡμεροειδὲς καὶ ν. φάντασμα <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>294</span> (<span class="bibl">p.353</span> U.) ; σκότος <span class="bibl">Iamb. <span class="title">Protr.</span>21</span>.<b class="b3">κθ'</b>.</span>
|Definition=νυκτοειδές, [[like night]], offog, Hp.Aër.8; χρόνος ἐστὶν ἡμεροειδὲς καὶ ν. φάντασμα Epicur.''Fr.''294 (p.353 U.); σκότος Iamb. ''Protr.''21.<b class="b3">κθ'</b>.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[nachtartig]], [[schwarz]]</i>, Sp., καὶ ἡμεροειδὲς [[φάντασμα]], Erkl. von [[χρόνος]], S.Emp. <i>adv.phys</i>. 2.181. Vgl. [[νυκτεροειδής]].
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτοειδής:''' [[похожий на ночь]], [[подобный ночи]] ([[φάντασμα]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοειδής Medium diacritics: νυκτοειδής Low diacritics: νυκτοειδής Capitals: ΝΥΚΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: nyktoeidḗs Transliteration B: nyktoeidēs Transliteration C: nyktoeidis Beta Code: nuktoeidh/s

English (LSJ)

νυκτοειδές, like night, offog, Hp.Aër.8; χρόνος ἐστὶν ἡμεροειδὲς καὶ ν. φάντασμα Epicur.Fr.294 (p.353 U.); σκότος Iamb. Protr.21.κθ'.

German (Pape)

ές, nachtartig, schwarz, Sp., καὶ ἡμεροειδὲς φάντασμα, Erkl. von χρόνος, S.Emp. adv.phys. 2.181. Vgl. νυκτεροειδής.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοειδής: похожий на ночь, подобный ночи (φάντασμα Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νύκτα, ἐπὶ ὀμίχλης ἢ ἀχλύος, Ἱππ. π. Ἀερ. 285, πρβλ. Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 181.

Greek Monolingual

νυκτοειδής, -ές (Α) [[νυξ, νυκτός]]
όμοιος με τη νύχτα, σκοτεινός.
επίρρ...
νυκτοειδῶς (Μ)
με σκοτεινό χρωματισμό («ἵνα τὰ ζιζάνια φανερὰ γένηται νυκτοειδῶς», Στουδ. Θεόδ.).