οισοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(28)
 
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οισοφάγος]])<br />σχετικά [[ευθύ]] σωληνοειδές όργανο, διά μέσου του οποίου η [[τροφή]] περνά από τον φάρυγγα στον στόμαχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οισ</i>- του [[οἴσω]], μέλλ. του [[φέρω]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), [[πρβλ]], &GT;<i>πολυ</i>-[[φάγος]]. Η λ. έχει πιθ. πλαστεί από κάποιο γιατρό προκειμένου να δηλώσει το όργανο που μεταφέρει ό,τι τρώει [[κανείς]] (<b>πρβλ.</b> και ακκαδικό <i>š</i><i>ē</i><i>rittu</i> «αυτός που οδηγεί [[προς]] τα [[κάτω]]»). Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι το α' συνθετικό της λ. [[είναι]] το [[οἶσος]] δεν</i> θεωρείται πιθανή].
|mltxt=ο (Α [[οισοφάγος]])<br />σχετικά [[ευθύ]] σωληνοειδές όργανο, διά μέσου του οποίου η [[τροφή]] περνά από τον φάρυγγα στον στόμαχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οισ</i>- του [[οἴσω]], μέλλ. του [[φέρω]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), [[πρβλ]], ><i>πολυ</i>-[[φάγος]]. Η λ. έχει πιθ. πλαστεί από κάποιο γιατρό προκειμένου να δηλώσει το όργανο που μεταφέρει ό,τι τρώει [[κανείς]] (<b>πρβλ.</b> και ακκαδικό <i>š</i><i>ē</i><i>rittu</i> «αυτός που οδηγεί [[προς]] τα [[κάτω]]»). Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι το α' συνθετικό της λ. [[είναι]] το [[οἶσος]] δεν</i> θεωρείται πιθανή].
}}
{{trml
|trtx====[[oesophagus]]===
Afrikaans: slukderm; Albanian: ezofag; Arabic: مَرِيء‎; Armenian: կերակրափող; Asturian: esófagu; Azerbaijani: qida borusu; Bashkir: үңәс; Belarusian: стрававод; Bengali: অন্ননালী, ওলকম; Breton: treizher; Bulgarian: хранопровод; Burmese: အစာပြွန်; Catalan: esòfag; Chinese Mandarin: 食道, 食管; Czech: jícen; Danish: spiserør; Dutch: [[slokdarm]]; Esperanto: ezofago; Estonian: söögitoru; Finnish: ruokatorvi; French: [[œsophage]]; Galician: esófago; Georgian: საყლაპავი მილი; German: [[Speiseröhre]], [[Ösophagus]]; Greek: [[οισοφάγος]]; Ancient Greek: [[οἰσοφάγος]], [[καταπόθρα]], [[καταπότρα]]; Hebrew: וֵשֶׁט‎; Hindi: ग्रासनली, घेघा; Hungarian: nyelőcső; Icelandic: vélinda; Ido: ezofago; Indonesian: esofagus; Irish: éasafagas; Italian: [[esofago]]; Japanese: 食道; Kazakh: өңеш, өзек; Khmer: បំពង់អាហារ; Korean: 식도(食道), 밥길, 식관(食管); Kurdish Northern Kurdish: soriçik; Kyrgyz: өңгөч, кызыл өңгөч; Ladino: ושט‎; Lao: ຫລອດອາຫານ; Latin: [[fistula cibalis]], [[oesophagus]]; Latvian: barības vads; Lithuanian: stemplė; Macedonian: хранопровод, хранопроводник; Malay: esofagus; Malayalam: അന്നനാളം; Maori: pūkai; Mongolian Cyrillic: улаан хоолой; Mongolian: ᠤᠯᠠᠭᠠᠨ; ᠬᠣᠭᠤᠯᠠᠢ; Navajo: azágí; Norwegian Bokmål: spiserør; Nynorsk: matrøyr; Pashto: مرۍ‎; Persian: مری‎, سرخنای‎; Polish: przełyk; Portuguese: [[esófago]], [[esôfago]]; Romanian: esofag; Russian: [[пищевод]]; Scottish Gaelic: slugan, sgòrnan; Serbo-Croatian Cyrillic: гр̀кљан, је̑дња̄к; Roman: gr̀kljan, jȇdnjāk; Slovak: pažerák; Slovene: požiralnik; Spanish: [[esófago]]; Swedish: matstrupe; Tagalog: lalaugan, esopago; Tajik: сурхрӯда; Tatar: үңәч; Thai: หลอดอาหาร; Tok Pisin: mambu bilong nek; Turkish: yemek borusu, yemak; Ukrainian: стравохі́д; Uyghur: قىزىلئۆڭگەچ‎; Uzbek: qiziloʻngach; Vietnamese: thực quản; Volapük: söof; Welsh: oesoffagws, sefnig; Zhuang: saihoz
}}
}}

Latest revision as of 09:02, 28 January 2023

Greek Monolingual

ο (Α οισοφάγος)
σχετικά ευθύ σωληνοειδές όργανο, διά μέσου του οποίου η τροφή περνά από τον φάρυγγα στον στόμαχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. < θ. οισ- του οἴσω, μέλλ. του φέρω + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ, >πολυ-φάγος. Η λ. έχει πιθ. πλαστεί από κάποιο γιατρό προκειμένου να δηλώσει το όργανο που μεταφέρει ό,τι τρώει κανείς (πρβλ. και ακκαδικό šērittu «αυτός που οδηγεί προς τα κάτω»). Η άποψη, τέλος, ότι το α' συνθετικό της λ. είναι το οἶσος δεν θεωρείται πιθανή].

Translations

oesophagus

Afrikaans: slukderm; Albanian: ezofag; Arabic: مَرِيء‎; Armenian: կերակրափող; Asturian: esófagu; Azerbaijani: qida borusu; Bashkir: үңәс; Belarusian: стрававод; Bengali: অন্ননালী, ওলকম; Breton: treizher; Bulgarian: хранопровод; Burmese: အစာပြွန်; Catalan: esòfag; Chinese Mandarin: 食道, 食管; Czech: jícen; Danish: spiserør; Dutch: slokdarm; Esperanto: ezofago; Estonian: söögitoru; Finnish: ruokatorvi; French: œsophage; Galician: esófago; Georgian: საყლაპავი მილი; German: Speiseröhre, Ösophagus; Greek: οισοφάγος; Ancient Greek: οἰσοφάγος, καταπόθρα, καταπότρα; Hebrew: וֵשֶׁט‎; Hindi: ग्रासनली, घेघा; Hungarian: nyelőcső; Icelandic: vélinda; Ido: ezofago; Indonesian: esofagus; Irish: éasafagas; Italian: esofago; Japanese: 食道; Kazakh: өңеш, өзек; Khmer: បំពង់អាហារ; Korean: 식도(食道), 밥길, 식관(食管); Kurdish Northern Kurdish: soriçik; Kyrgyz: өңгөч, кызыл өңгөч; Ladino: ושט‎; Lao: ຫລອດອາຫານ; Latin: fistula cibalis, oesophagus; Latvian: barības vads; Lithuanian: stemplė; Macedonian: хранопровод, хранопроводник; Malay: esofagus; Malayalam: അന്നനാളം; Maori: pūkai; Mongolian Cyrillic: улаан хоолой; Mongolian: ᠤᠯᠠᠭᠠᠨ; ᠬᠣᠭᠤᠯᠠᠢ; Navajo: azágí; Norwegian Bokmål: spiserør; Nynorsk: matrøyr; Pashto: مرۍ‎; Persian: مری‎, سرخنای‎; Polish: przełyk; Portuguese: esófago, esôfago; Romanian: esofag; Russian: пищевод; Scottish Gaelic: slugan, sgòrnan; Serbo-Croatian Cyrillic: гр̀кљан, је̑дња̄к; Roman: gr̀kljan, jȇdnjāk; Slovak: pažerák; Slovene: požiralnik; Spanish: esófago; Swedish: matstrupe; Tagalog: lalaugan, esopago; Tajik: сурхрӯда; Tatar: үңәч; Thai: หลอดอาหาร; Tok Pisin: mambu bilong nek; Turkish: yemek borusu, yemak; Ukrainian: стравохі́д; Uyghur: قىزىلئۆڭگەچ‎; Uzbek: qiziloʻngach; Vietnamese: thực quản; Volapük: söof; Welsh: oesoffagws, sefnig; Zhuang: saihoz