ονειρώττω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(29)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὀνειρώττω και [[ὀνειρώσσω]])<br />έχω [[ονείρωξη]], [[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ποθώ]] να αποκτήσω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i> / -<i>ώττω</i>, δηλωτική ασθένειας (<b>πρβλ.</b> <i>λοιμ</i>-<i>ώττω</i>, <i>υπν</i>-<i>ώττω</i>)].
|mltxt=(ΑΜ [[ὀνειρώττω]] και [[ὀνειρώσσω]])<br />έχω [[ονείρωξη]], [[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ποθώ]] να αποκτήσω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i> / -<i>ώττω</i>, δηλωτική ασθένειας (<b>πρβλ.</b> [[λοιμώττω]], [[υπνώττω]])].
}}
}}

Latest revision as of 20:46, 11 January 2024

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω)
έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου
αρχ.
μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμώττω, υπνώττω)].