ὠκυδήκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=okydiktor
|Transliteration C=okydiktor
|Beta Code=w)kudh/ktwr
|Beta Code=w)kudh/ktwr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sharp-biting</b>, ῥίνη <span class="title">AP</span>6.92 (Phil.).</span>
|Definition=-ορος, ὁ, [[sharp-biting]], ῥίνη ''AP''6.92 (Phil.).
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />aux morsures aiguë (lime).<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[δάκνω]].
}}
{{pape
|ptext=ορος, <i>[[heftig]], [[scharf]] [[beißend]], [[nagend]]</i>, [[ῥίνη]] Philp. 16 (VI.92).
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκῠδήκτωρ:''' ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый ([[ῥίνη]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''ὠκῠδήκτωρ''': -ορος, ὁ [[ὀξέως]] δάκνων, [[ῥίνη]] Ἀνθ. Παλατ. 6.92.
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που δαγκώνει με [[οξύτητα]] ή με [[δύναμη]] («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[οξύς]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δήκτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠκῠ-δήκτωρ, ορος, ὁ, [[δάκνω]]<br />[[sharp]]-[[biting]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυδήκτωρ Medium diacritics: ὠκυδήκτωρ Low diacritics: ωκυδήκτωρ Capitals: ΩΚΥΔΗΚΤΩΡ
Transliteration A: ōkydḗktōr Transliteration B: ōkydēktōr Transliteration C: okydiktor Beta Code: w)kudh/ktwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, sharp-biting, ῥίνη AP6.92 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
aux morsures aiguë (lime).
Étymologie: ὠκύς, δάκνω.

German (Pape)

ορος, heftig, scharf beißend, nagend, ῥίνη Philp. 16 (VI.92).

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠδήκτωρ: ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый (ῥίνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ ὀξέως δάκνων, ῥίνη Ἀνθ. Παλατ. 6.92.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που δαγκώνει με οξύτητα ή με δύναμη («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -δήκτωρ (< δάκνω «δαγκώνω»)].

Greek Monotonic

ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με οξύτητα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὠκῠ-δήκτωρ, ορος, ὁ, δάκνω
sharp-biting, Anth.