λιμβός: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=limvos
|Transliteration C=limvos
|Beta Code=limbo/s
|Beta Code=limbo/s
|Definition=ὁ, = Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">limbus</b>, a dinner-dress, Lyd.<span class="title">Mag.</span>2.4.</span>
|Definition=ὁ, = Lat. [[limbus]], a dinner-dress, Lyd.''Mag.''2.4.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0047.png Seite 47]] spätes Wort, = [[λίχνος]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιμβός]], -όν και [[λίμβος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[ορεκτικός]], [[ελκυστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαίμαργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>βος</i> ([[πρβλ]]. [[κολοβός]]). Η [[σύνδεση]] με λατ. <i>libo</i> «[[γεύομαι]], [[δοκιμάζω]]» ή με [[ὀλιβρός]]<br />[[ὀλισθηρός]] (<b>Ησύχ.</b>) δεν [[είναι]] πειστική].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιμβός]], ὁ (Α)<br />βραδινό [[ένδυμα]] με κροσσωτή [[παρυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>limbus</i> «[[παρυφή]], [[κράσπεδο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμβός Medium diacritics: λιμβός Low diacritics: λιμβός Capitals: ΛΙΜΒΟΣ
Transliteration A: limbós Transliteration B: limbos Transliteration C: limvos Beta Code: limbo/s

English (LSJ)

ὁ, = Lat. limbus, a dinner-dress, Lyd.Mag.2.4.

German (Pape)

[Seite 47] spätes Wort, = λίχνος.

Greek Monolingual

(I)
λιμβός, -όν και λίμβος, -ον (AM)
μσν.
ορεκτικός, ελκυστικός
αρχ.
λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό επίθημα -βος (πρβλ. κολοβός). Η σύνδεση με λατ. libo «γεύομαι, δοκιμάζω» ή με ὀλιβρός
ὀλισθηρός (Ησύχ.) δεν είναι πειστική].
(II)
λιμβός, ὁ (Α)
βραδινό ένδυμα με κροσσωτή παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. limbus «παρυφή, κράσπεδο»].