περιπεφρασμένως: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(32)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peripefrasmenos
|Transliteration C=peripefrasmenos
|Beta Code=peripefrasme/nws
|Beta Code=peripefrasme/nws
|Definition=Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very thoughtfully</b>, gloss on [[περιφραδέως]], Hsch.</span>
|Definition=Adv. [[very thoughtfully]], gloss on [[περιφραδέως]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπεφρασμένως''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] πολλῆς περισκέψεως, [[μετὰ]] τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως.
|lstext='''περιπεφρασμένως''': Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς περισκέψεως, μετὰ τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> με [[μεγάλη]] [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφρασμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφράζω]]].
|mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> με [[μεγάλη]] [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφρασμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφράζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπεφρασμένως Medium diacritics: περιπεφρασμένως Low diacritics: περιπεφρασμένως Capitals: ΠΕΡΙΠΕΦΡΑΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peripephrasménōs Transliteration B: peripephrasmenōs Transliteration C: peripefrasmenos Beta Code: peripefrasme/nws

English (LSJ)

Adv. very thoughtfully, gloss on περιφραδέως, Hsch.

German (Pape)

[Seite 587] adv. part. perf. pass. von περιφράζω, sehr überlegt, überdacht, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

περιπεφρασμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς περισκέψεως, μετὰ τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως.

Greek Monolingual

Α
επιρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφρασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφράζω].