πορφυρόχρους: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=πορφυρόχρους
|Medium diacritics=πορφυρόχρους
|Low diacritics=πορφυρόχρους
|Capitals=ΠΟΡΦΥΡΟΧΡΟΥΣ
|Transliteration A=porphyróchrous
|Transliteration B=porphyrochrous
|Transliteration C=porfyrochrous
|Beta Code=porfuro/xrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[πορφυρόχροος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και [[πορφυρόχροος]], -η, -ο / [[πορφυρόχροος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει πορφυρό [[χρώμα]], που έχει το [[χρώμα]] της πορφύρας, ο [[πορφυρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[χρόος]] / <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ροδό</i>-<i>χρους</i>)].
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και [[πορφυρόχροος]], -η, -ο / [[πορφυρόχροος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει πορφυρό [[χρώμα]], που έχει το [[χρώμα]] της πορφύρας, ο [[πορφυρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[χρόος]] / <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. [[ροδόχρους]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρόχρους Medium diacritics: πορφυρόχρους Low diacritics: πορφυρόχρους Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: porphyróchrous Transliteration B: porphyrochrous Transliteration C: porfyrochrous Beta Code: porfuro/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πορφυρόχροος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και πορφυρόχροος, -η, -ο / πορφυρόχροος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα, που έχει το χρώμα της πορφύρας, ο πορφυρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδόχρους)].