πρηστικός: Difference between revisions
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(34) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pristikos | |Transliteration C=pristikos | ||
|Beta Code=prhstiko/s | |Beta Code=prhstiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πρηστική, πρηστικόν, = [[ἐμφυσητικός]], Hp. ap. Gal.19.132 (Sup.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που προκαλεί [[διόγκωση]], [[εμφυσητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πρη</i>-<i>μι</i> «[[πυρπολώ]], [[φουσκώνω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ.-(<i>σ</i>)<i>τικός</i>. Η [[παρουσία]] του -<i>σ</i>- αποτελεί αναλογικό σχηματισμό ( | |mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που προκαλεί [[διόγκωση]], [[εμφυσητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πρη</i>-<i>μι</i> «[[πυρπολώ]], [[φουσκώνω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ.-(<i>σ</i>)<i>τικός</i>. Η [[παρουσία]] του -<i>σ</i>- αποτελεί αναλογικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[χρηστικός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:31, 25 August 2023
English (LSJ)
πρηστική, πρηστικόν, = ἐμφυσητικός, Hp. ap. Gal.19.132 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 700] = πρηστήριος; πρηστικώτατον erkl. Galen. aus Hippocr. ἐμφυσητικώτατον.
Greek (Liddell-Scott)
πρηστικός: -ή, -όν, (πρήθω) = πρηστήριος, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. σ. 548.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που προκαλεί διόγκωση, εμφυσητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- του πίμ-πρη-μι «πυρπολώ, φουσκώνω» + κατάλ.-(σ)τικός. Η παρουσία του -σ- αποτελεί αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. χρηστικός)].