προμνώμαι: Difference between revisions
From LSJ
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
(34) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άομαι, Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[προξενιό]], [[προξενεύω]] («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν [[θυγατέρα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (με δοτ.) [[προσπαθώ]] να πείσω κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[συνιστώ]], [[συμβουλεύω]] («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου προσιών», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το θηλ. της μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>ἡ προμησαμένη</i><br />η [[προμνήστρια]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «προμνᾱταί τί μοι [[γνώμα]]» — ο [[νους]] μου μέ παρακινεί να [[ελπίζω]], (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>μνῶμαι</i> | |mltxt=-άομαι, Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[προξενιό]], [[προξενεύω]] («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν [[θυγατέρα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (με δοτ.) [[προσπαθώ]] να πείσω κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[συνιστώ]], [[συμβουλεύω]] («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου προσιών», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το θηλ. της μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>ἡ προμησαμένη</i><br />η [[προμνήστρια]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «προμνᾱταί τί μοι [[γνώμα]]» — ο [[νους]] μου μέ παρακινεί να [[ελπίζω]], (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>μνῶμαι</i> «ενθυμοῦμαι, [[φροντίζω]], [[επιδιώκω]], μνηστεύομαι»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:39, 26 March 2021
Greek Monolingual
-άομαι, Α
1. κάνω προξενιό, προξενεύω («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν θυγατέρα», Λουκιαν.)
2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω κάποιον σε κάτι
3. (με δοτ.) προσπαθώ να πείσω κάποιον να κάνει κάτι
4. γεν. συνιστώ, συμβουλεύω («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου προσιών», Ξεν.)
5. (το θηλ. της μτχ. αορ. ως ουσ.) ἡ προμησαμένη
η προμνήστρια
6. φρ. «προμνᾱταί τί μοι γνώμα» — ο νους μου μέ παρακινεί να ελπίζω, (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μνῶμαι «ενθυμοῦμαι, φροντίζω, επιδιώκω, μνηστεύομαι»].