προμνώμαι
From LSJ
Greek Monolingual
-άομαι, Α
1. κάνω προξενιό, προξενεύω («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν θυγατέρα», Λουκιαν.)
2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω κάποιον σε κάτι
3. (με δοτ.) προσπαθώ να πείσω κάποιον να κάνει κάτι
4. γεν. συνιστώ, συμβουλεύω («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου προσιών», Ξεν.)
5. (το θηλ. της μτχ. αορ. ως ουσ.) ἡ προμησαμένη
η προμνήστρια
6. φρ. «προμνᾱταί τί μοι γνώμα» — ο νους μου μέ παρακινεί να ελπίζω, (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μνῶμαι «ενθυμοῦμαι, φροντίζω, επιδιώκω, μνηστεύομαι»].