προσκτώμαι: Difference between revisions
(35) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άομαι, ΝΑ [[κτῶμαι]]<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως, [[αυξάνω]] αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με πρόσωπα) [[κερδίζω]] την [[εύνοια]], [[παίρνω]] με το [[μέρος]] μου, [[προσεταιρίζομαι]] («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων δυνατωτάτους ἐόντας προσκτήσαιτο φίλους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κερδίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[αποκτώμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ιδιότητες) [[αποκτώ]] επί [[πλέον]] («ἡ διὰ τῆς ἀσκήσεως προσκτωμένη [[δεξιότης]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατακτώ]] επί [[πλέον]] («τὰ νῡν... κατεργάσαντο καὶ προσεκτήσαντο ἔθνεα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέχομαι]] [[μομφή]] («μὴ πρὸς τοσούτοις | |mltxt=-άομαι, ΝΑ [[κτῶμαι]]<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως, [[αυξάνω]] αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με πρόσωπα) [[κερδίζω]] την [[εύνοια]], [[παίρνω]] με το [[μέρος]] μου, [[προσεταιρίζομαι]] («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων δυνατωτάτους ἐόντας προσκτήσαιτο φίλους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κερδίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[αποκτώμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ιδιότητες) [[αποκτώ]] επί [[πλέον]] («ἡ διὰ τῆς ἀσκήσεως προσκτωμένη [[δεξιότης]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατακτώ]] επί [[πλέον]] («τὰ νῡν... κατεργάσαντο καὶ προσεκτήσαντο ἔθνεα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέχομαι]] [[μομφή]] («μὴ πρὸς τοσούτοις αἰσχροῖς καὶ ἐπιορκίαν προσκτήσησθε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] με το [[μέρος]] μου, [[πείθω]] κάποιον να μέ ακολουθήσει («ταῦτα λέγων ὁ Μιλτιάδης προσκτᾱται τὸν Καλλίμαχον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ προσκεκτημένα</i><br />οι κατακτήσεις. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:05, 18 June 2022
Greek Monolingual
-άομαι, ΝΑ κτῶμαι
1. αποκτώ κάτι επιπροσθέτως, αυξάνω αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», Ηρόδ.)
2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) κερδίζω την εύνοια, παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων δυνατωτάτους ἐόντας προσκτήσαιτο φίλους», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. κερδίζω
2. παθ. αποκτώμαι
αρχ.
1. (σχετικά με ιδιότητες) αποκτώ επί πλέον («ἡ διὰ τῆς ἀσκήσεως προσκτωμένη δεξιότης», Ξεν.)
2. κατακτώ επί πλέον («τὰ νῡν... κατεργάσαντο καὶ προσεκτήσαντο ἔθνεα», Ξεν.)
3. δέχομαι μομφή («μὴ πρὸς τοσούτοις αἰσχροῖς καὶ ἐπιορκίαν προσκτήσησθε», Δημοσθ.)
5. παίρνω με το μέρος μου, πείθω κάποιον να μέ ακολουθήσει («ταῦτα λέγων ὁ Μιλτιάδης προσκτᾱται τὸν Καλλίμαχον», Ηρόδ.)
6. (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προσκεκτημένα
οι κατακτήσεις.