προφυλακτήρας: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(35) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br /><b>τεχνολ.</b> α) [[εξάρτημα]] του αμαξώματος τών αυτοκινήτων στο πρόσθιο και στο οπίσθιο [[μέρος]] τους, από παραμορφώσιμο [[έλασμα]] μετάλλου ή ενδοτικού πλαστικού, με προορισμό την [[προστασία]] του αμαξώματος από προσκρούσεις οφειλόμενες σε τροχαία συμβάντα μικρής ταχύτητας<br />β) [[σύνολο]] από μεταλλικά ελάσματα ή ξύλινες σανίδες που έχει σκοπό να προφυλάσσει τους εργαζομένους από πιθανά ατυχήματα λόγω της κίνησης τών κινητών [[μερών]] τών μηχανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προφυλάσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηράς</i> ( | |mltxt=ο, Ν<br /><b>τεχνολ.</b> α) [[εξάρτημα]] του αμαξώματος τών αυτοκινήτων στο πρόσθιο και στο οπίσθιο [[μέρος]] τους, από παραμορφώσιμο [[έλασμα]] μετάλλου ή ενδοτικού πλαστικού, με προορισμό την [[προστασία]] του αμαξώματος από προσκρούσεις οφειλόμενες σε τροχαία συμβάντα μικρής ταχύτητας<br />β) [[σύνολο]] από μεταλλικά ελάσματα ή ξύλινες σανίδες που έχει σκοπό να προφυλάσσει τους εργαζομένους από πιθανά ατυχήματα λόγω της κίνησης τών κινητών [[μερών]] τών μηχανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προφυλάσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηράς</i> ([[πρβλ]]. [[θερμαντήρας]]). Η λ., στον πληθ. <i>προφυλακτῆρες</i>, μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:10, 11 May 2023
Greek Monolingual
ο, Ν
τεχνολ. α) εξάρτημα του αμαξώματος τών αυτοκινήτων στο πρόσθιο και στο οπίσθιο μέρος τους, από παραμορφώσιμο έλασμα μετάλλου ή ενδοτικού πλαστικού, με προορισμό την προστασία του αμαξώματος από προσκρούσεις οφειλόμενες σε τροχαία συμβάντα μικρής ταχύτητας
β) σύνολο από μεταλλικά ελάσματα ή ξύλινες σανίδες που έχει σκοπό να προφυλάσσει τους εργαζομένους από πιθανά ατυχήματα λόγω της κίνησης τών κινητών μερών τών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλάσσω + επίθημα -τηράς (πρβλ. θερμαντήρας). Η λ., στον πληθ. προφυλακτῆρες, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].