ρέθος: Difference between revisions
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
(36) |
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[πρόσωπο]] («[[ῥέθος]] ἀελίω | |mltxt=-εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[πρόσωπο]] («[[ῥέθος]] ἀελίω δεῖξον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σώμα]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ ῥέθη</i><br />τα [[μέλη]] του σώματος («ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[ῥέθος]] απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική [[ποίηση]] με τη σημ. «[[πρόσωπο]]» και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιήθηκε και στην τραγική [[ποίηση]], [[αλλά]] και στο ομηρικό [[κείμενο]] στους στ. Π 856 και Χ 362. Η [[χρήση]], όμως, του τ. <i>ῥεθος</i> στον στ. Χ 68 [[ἐπεὶ]] κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠέ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται</i> οδήγησε ορισμένους μελετητές στην [[υπόθεση]] ότι ο τ. <i>ῥέθεα</i> έχει τη σημ. «[[μέλη]] του σώματος». Ωστόσο, το [[χωρίο]] αυτό [[είναι]] γραμμένο από κάποιον πολύ μεταγενέστερο ραψωδό, ο [[οποίος]], μη γνωρίζοντας τη σημ. της αιολ. αυτής λ., τήν θεώρησε ως συνώνυμη της λ. [[μέλος]]. Η [[σύγχυση]] αυτή προκλήθηκε λόγω τών ομοιοτήτων που παρουσίαζαν οι στίχοι: <i>ὦκα δὲ θυμὸς ᾤχετ</i>' <i>ἀπὸ μελέων</i> (Ν 671) και [[ψυχή]] δ</i>' <i>ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει</i> (Π 85β), όπου η λ. [[θυμός]] αντιστοιχεί με τη λ. [[ψυχή]], [[οπότε]] και ο τ. <i>ῥεθέων</i> θεωρήθηκε [[ισοδύναμος]] [[προς]] το <i>μελέων</i>. Τέλος, οι συνδέσεις της λ. [[ῥέθος]] με το αρχ. ινδ. <i>vardhati</i> «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι» ή με τους τ. <i>ῥίς</i> και <i>ῥέω</i> δεν θεωρούνται πιθανές]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 27 May 2022
Greek Monolingual
-εος, τὸ, Α
1. το πρόσωπο («ῥέθος ἀελίω δεῖξον», Ευρ.)
2. το σώμα
3. πληθ. τὰ ῥέθη
τα μέλη του σώματος («ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιήθηκε και στην τραγική ποίηση, αλλά και στο ομηρικό κείμενο στους στ. Π 856 και Χ 362. Η χρήση, όμως, του τ. ῥεθος στον στ. Χ 68 ἐπεὶ κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠέ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται οδήγησε ορισμένους μελετητές στην υπόθεση ότι ο τ. ῥέθεα έχει τη σημ. «μέλη του σώματος». Ωστόσο, το χωρίο αυτό είναι γραμμένο από κάποιον πολύ μεταγενέστερο ραψωδό, ο οποίος, μη γνωρίζοντας τη σημ. της αιολ. αυτής λ., τήν θεώρησε ως συνώνυμη της λ. μέλος. Η σύγχυση αυτή προκλήθηκε λόγω τών ομοιοτήτων που παρουσίαζαν οι στίχοι: ὦκα δὲ θυμὸς ᾤχετ' ἀπὸ μελέων (Ν 671) και ψυχή δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει (Π 85β), όπου η λ. θυμός αντιστοιχεί με τη λ. ψυχή, οπότε και ο τ. ῥεθέων θεωρήθηκε ισοδύναμος προς το μελέων. Τέλος, οι συνδέσεις της λ. ῥέθος με το αρχ. ινδ. vardhati «μεγαλώνω, αυξάνομαι» ή με τους τ. ῥίς και ῥέω δεν θεωρούνται πιθανές].