ῥιζόφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(36)
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rizofyllos
|Transliteration C=rizofyllos
|Beta Code=r(izo/fullos
|Beta Code=r(izo/fullos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with leaves from the root</b>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>6.4.9</span>, <span class="bibl">7.11.3</span>.</span>
|Definition=ῥιζόφυλλον, [[with leaves from the root]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''6.4.9, 7.11.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιζόφυλλος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ [[χαμηλά]], από τη [[ρίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριζόφυλλο</i><br />[[φύλλο]] που βλαστάνει από τη [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>γωνιό</i>-<i>φυλλος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιζόφυλλος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ [[χαμηλά]], από τη [[ρίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριζόφυλλο</i><br />[[φύλλο]] που βλαστάνει από τη [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), [[πρβλ]]. [[γωνιόφυλλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:23, 1 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζόφυλλος Medium diacritics: ῥιζόφυλλος Low diacritics: ριζόφυλλος Capitals: ΡΙΖΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: rhizóphyllos Transliteration B: rhizophyllos Transliteration C: rizofyllos Beta Code: r(izo/fullos

English (LSJ)

ῥιζόφυλλον, with leaves from the root, Thphr. HP6.4.9, 7.11.3.

German (Pape)

[Seite 843] mit Blättern an, von der Wurzel, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζόφυλλος: -ον, ὁ φύων φύλλα ἀπὸ τῆς ῥίζης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥιζόφυλλος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλο
φύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιόφυλλος].