ῥηξικέλευθος: Difference between revisions
From LSJ
(36) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=riksikelefthos | |Transliteration C=riksikelefthos | ||
|Beta Code=r(hcike/leuqos | |Beta Code=r(hcike/leuqos | ||
|Definition= | |Definition=ῥηξικέλευθον, [[opening a path]], of [[Apollo]], ''AP''9.525.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] den Weg, die Bahn brechend, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 18). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] den Weg, die Bahn brechend, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 18). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui ouvre de force un chemin]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]], [[κέλευθος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥηξῐκέλευθος:''' ὁ [[пролагающий путь]] (среди врагов) ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥηξῐκέλευθος''': -ον, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ἀνοίγων δρόμον, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 18. | |lstext='''ῥηξῐκέλευθος''': -ον, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ἀνοίγων δρόμον, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ῥηξικέλευθος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που επιχειρεί με [[τόλμη]] [[κάτι]] το νέο, ο [[καινοτόμος]] («πρότεινε μια ρηξικέλευθη [[λύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥηξι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[οδός]], [[δρόμος]]»]. | |mltxt=-η, -ο / [[ῥηξικέλευθος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που επιχειρεί με [[τόλμη]] [[κάτι]] το νέο, ο [[καινοτόμος]] («πρότεινε μια ρηξικέλευθη [[λύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥηξι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[οδός]], [[δρόμος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥηξῐκέλευθος:''' -ον, αυτός που ανοίγει δρόμο, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ῥηξῐ-[[κέλευθος]], ον,<br />[[opening]] a [[path]], of [[Apollo]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥηξικέλευθον, opening a path, of Apollo, AP9.525.18.
German (Pape)
[Seite 840] den Weg, die Bahn brechend, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 18).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ouvre de force un chemin.
Étymologie: ῥήγνυμι, κέλευθος.
Russian (Dvoretsky)
ῥηξῐκέλευθος: ὁ пролагающий путь (среди врагов) (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥηξῐκέλευθος: -ον, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ἀνοίγων δρόμον, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 18.
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥηξικέλευθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
μτφ. αυτός που επιχειρεί με τόλμη κάτι το νέο, ο καινοτόμος («πρότεινε μια ρηξικέλευθη λύση»)
αρχ.
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + κέλευθος «οδός, δρόμος»].
Greek Monotonic
ῥηξῐκέλευθος: -ον, αυτός που ανοίγει δρόμο, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ανθ.