σάραξ: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(36) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=saraks | |Transliteration C=saraks | ||
|Beta Code=sa/rac | |Beta Code=sa/rac | ||
|Definition=(A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd. | |Definition=(A), ακος, ὁ, a long, flowing [[garment]], Lyd.''Mag.''1.12.<br /><br />(B), = [[tinea]], Gloss. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ακος, ἡ, Α<br />[[δέρμα]] και, [[ιδίως]], [[ένδυμα]] μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («[[σάρακας]]... θηρείους ἐξ ὤμων [[ἄνωθεν]] ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.). | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ακος, ἡ, Α<br />[[δέρμα]] και, [[ιδίως]], [[ένδυμα]] μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («[[σάρακας]]... θηρείους ἐξ ὤμων [[ἄνωθεν]] ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.).<br /> <b>(II)</b><br />-ακος, ὁ, Α<br />ο [[σκόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. <span style="color: red;"><</span> <i>σήρ</i> «[[σκουλήκι]]», ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>saracco</i> «[[καταστρέφω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:07, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd.Mag.1.12.
(B), = tinea, Gloss.
Greek Monolingual
(I)
-ακος, ἡ, Α
δέρμα και, ιδίως, ένδυμα μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («σάρακας... θηρείους ἐξ ὤμων ἄνωθεν ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.).
(II)
-ακος, ὁ, Α
ο σκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. < σήρ «σκουλήκι», ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή < ιταλ. saracco «καταστρέφω»].