σείστρο: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / | |mltxt=το / σεῖστρον, ΝΑ<br /><b>1.</b> ιδιόφωνο μουσικό όργανο, γνωστό [[ακόμη]] από την [[αρχαιότητα]], που αποτελείται από ξύλινο, πήλινο ή μεταλλικό [[σκελετό]] και εγκάρσιες ράβδους στις οποίες [[είναι]] περασμένα θορυβογόνα αντικείμενα που ηχούν όταν σείεται το όργανο («με σάπλιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.)<br /><b>2.</b> (ως παιδικό [[παιχνίδι]]) [[κουδουνίστρα]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα σείστρα</i><br />οι γλωσσίδες μικρών κουδουνιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σείω]] (<b>πρβλ.</b> [[σειστός]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[στέγαστρον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:10, 11 May 2023
Greek Monolingual
το / σεῖστρον, ΝΑ
1. ιδιόφωνο μουσικό όργανο, γνωστό ακόμη από την αρχαιότητα, που αποτελείται από ξύλινο, πήλινο ή μεταλλικό σκελετό και εγκάρσιες ράβδους στις οποίες είναι περασμένα θορυβογόνα αντικείμενα που ηχούν όταν σείεται το όργανο («με σάπλιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.)
2. (ως παιδικό παιχνίδι) κουδουνίστρα.
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. τα σείστρα
οι γλωσσίδες μικρών κουδουνιών
αρχ.
πορνείο, χαμαιτυπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σείω (πρβλ. σειστός) + επίθημα -τρον (πρβλ. στέγαστρον)].