σκαμωνία: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(37) |
m (Text replacement - "δάκρυα κάμωνος, σκαμώνειον" to "δάκρυα κάμωνος, κάμων, σκαμώνειον") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skamonia | |Transliteration C=skamonia | ||
|Beta Code=skamwni/a | |Beta Code=skamwni/a | ||
|Definition=σκαμώνειον, | |Definition=[[σκαμώνειον]], v. [[σκαμμωνία]] ([[scammony]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] φυτού [[κατά]] τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η [[σκαμμωνία]] και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[περικοκλάδα]] ή [[περιπλοκάδα]], από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. [[σκαμμώνιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωνία</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] (<b> | |mltxt=η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] φυτού [[κατά]] τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η [[σκαμμωνία]] και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[περικοκλάδα]] ή [[περιπλοκάδα]], από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. [[σκαμμώνιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωνία</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[μαδωνία]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: kind of [[scammony]], [[Convolvulus scammonia]] (Eub., Arist.)<br />Other forms: Also [[ἀσκαμωνία]] (Gp.)<br />Derivatives: <b class="b3">σκαμώνιον</b> (Nic. Al. 565) [[juice]] of this plant, <b class="b3">σκαμωνίτης οἶνος</b> (Dsc., Plin.), also [[κάμων]] (Nic. Al. 484).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.<br />See also: (Not to [[κύμινον]].) | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[scammony]]=== | |||
Arabic: سَقَمُونِيَا; Catalan: escamònia; Finnish: alepponkierto; German: [[Purgierkraut]], [[Purgierwinde]]; Ancient Greek: [[ἀσκαμωνία]], [[δακρύδιον]], [[δάκρυα κάμωνος]], [[κάμων]], [[σκαμώνειον]], [[σκαμμώνιον]], [[σκαμωνία]], [[σκαμμωνία]], [[σκαμμωνίη]]; Italian: [[scamonea]]; Latin: [[acridium]], [[scammonea]], [[scammonia]]; Polish: socznica, powój czyszczący, powój przeczyszczający, powój żywiczny; Romanian: scamonee; Russian: [[вьюнок смолоносный]], [[скаммоний]]; Serbo-Croatian: divlji ladolež, ladolež; Spanish: [[escamonea]]; Swedish: hartsvinda; Ukrainian: берізка смолоносна; Welsh: cynghafog y Dwyrain | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:31, 8 April 2024
English (LSJ)
σκαμώνειον, v. σκαμμωνία (scammony).
German (Pape)
[Seite 889] ἡ, eine Pflanze, eine Art Winde, aus deren Wurzel ein abführender Saft bereitet ward, ὀπός, Antiphan. b. Ath. I, 28 c; Diosc.; bei Nic. auch κάμων.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. σκαμμώνιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει επίθημα -ωνία, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. μαδωνία)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: kind of scammony, Convolvulus scammonia (Eub., Arist.)
Other forms: Also ἀσκαμωνία (Gp.)
Derivatives: σκαμώνιον (Nic. Al. 565) juice of this plant, σκαμωνίτης οἶνος (Dsc., Plin.), also κάμων (Nic. Al. 484).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.
See also: (Not to κύμινον.)
Translations
scammony
Arabic: سَقَمُونِيَا; Catalan: escamònia; Finnish: alepponkierto; German: Purgierkraut, Purgierwinde; Ancient Greek: ἀσκαμωνία, δακρύδιον, δάκρυα κάμωνος, κάμων, σκαμώνειον, σκαμμώνιον, σκαμωνία, σκαμμωνία, σκαμμωνίη; Italian: scamonea; Latin: acridium, scammonea, scammonia; Polish: socznica, powój czyszczący, powój przeczyszczający, powój żywiczny; Romanian: scamonee; Russian: вьюнок смолоносный, скаммоний; Serbo-Croatian: divlji ladolež, ladolež; Spanish: escamonea; Swedish: hartsvinda; Ukrainian: берізка смолоносна; Welsh: cynghafog y Dwyrain