σκεδαστός: Difference between revisions
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(37) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skedastos | |Transliteration C=skedastos | ||
|Beta Code=skedasto/s | |Beta Code=skedasto/s | ||
|Definition= | |Definition=σκεδαστή, σκεδαστόν, [[that may be scattered]], <b class="b3">οὐσία σ.</b> [[dissoluble]] substance, Pl.''Ti.''37a; <b class="b3">τὸ τῆς ὕλης σ.</b> Plu.2.430f. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] zerstreu't, zu zerstreuen, zerstreubar; [[οὐσία]], Plat. Tim. 37 a; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] zerstreu't, zu zerstreuen, zerstreubar; [[οὐσία]], Plat. Tim. 37 a; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἀμέριστος]], Plut. def. orac. 37. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκεδαστός -ή -όν [σκεδάννυμι] [[splitsbaar]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκεδαστός:''' [adj. verb. к [[σκεδάννυμι]] рассеивающийся, разлагающийся (ἡ [[οὐσία]] Plat.; ἡ [[ὕλη]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκεδαστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο [[επιδεκτικός]] σκέδασης («[[ὅταν]] οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ [[ὅταν]] ἀμέριστον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεδασ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> του [[σκεδάννυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. ( | |mltxt=-ή, -ό / [[σκεδαστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο [[επιδεκτικός]] σκέδασης («[[ὅταν]] οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ [[ὅταν]] ἀμέριστον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεδασ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> του [[σκεδάννυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. ([[πρβλ]]. [[θαυμαστός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
σκεδαστή, σκεδαστόν, that may be scattered, οὐσία σ. dissoluble substance, Pl.Ti.37a; τὸ τῆς ὕλης σ. Plu.2.430f.
German (Pape)
[Seite 891] zerstreu't, zu zerstreuen, zerstreubar; οὐσία, Plat. Tim. 37 a; Gegensatz ἀμέριστος, Plut. def. orac. 37.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκεδαστός -ή -όν [σκεδάννυμι] splitsbaar.
Russian (Dvoretsky)
σκεδαστός: [adj. verb. к σκεδάννυμι рассеивающийся, разлагающийся (ἡ οὐσία Plat.; ἡ ὕλη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σκεδαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ διασκορπίσῃ οὐσία σκ., ὕλη εὐδιάλυτος, materia mutabilis Κικέρ., Πλάτ. Τίμ. 37Α, Πλούτ., κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκεδαστός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο επιδεκτικός σκέδασης («ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- του αορ. ἐ-σκέδασ-α του σκεδάννυμι + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ. (πρβλ. θαυμαστός)].