σκιαθίς: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(37) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiathis | |Transliteration C=skiathis | ||
|Beta Code=skiaqi/s | |Beta Code=skiaqi/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, an unknown fish ( | |Definition=-ίδος, ἡ, an unknown fish (perhaps = [[σκίαινα]]), Epich.44. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>πιθ.</b> η [[σκίαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[σκίαινα]] «[[είδος]] ψαριού» δεν φαίνεται πιθανή. Ο τ., [[τέλος]], λόγω της μορφής του έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το όνομα της νήσου Σκιάθου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, an unknown fish (perhaps = σκίαινα), Epich.44.
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, = σκίαινα, Epichartm. bei Ath. VII, 322 f.
French (Bailly abrégé)
[ῐᾰῐ] ίδος (ἡ),
c. σκίαινα, EPICH. fr. 28 Ahr.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
πιθ. η σκίαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. σκίαινα «είδος ψαριού» δεν φαίνεται πιθανή. Ο τ., τέλος, λόγω της μορφής του έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το όνομα της νήσου Σκιάθου].