σκιρτώ: Difference between revisions
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
(37) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σκιρτῶ, | |mltxt=[[σκιρτῶ]], [[σκιρτάω]], ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, [[σκιρτέω]], Α<br /><b>1.</b> τινάζομαι αιφνίδια από τη [[θέση]] μου, [[αναπηδώ]]<br /><b>2.</b> (για χορευτή και για τις Βάκχες) [[χοροπηδώ]] («ὀρχεῖσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[θάλασσα]]) αναταράσσομαι, [[σαλεύω]] («[[σφόδρα]] σκιρτούν [[μακριά]] πολύ τα πέλαγα κι οι βράχοι», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> αναστατώνομαι από ένα έντονο [[συναίσθημα]], [[κυρίως]] ερωτικό («σκίρτησε η [[καρδιά]] του όταν τήν είδε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[στριφογυρίζω]] («σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[απειθάρχητος]], [[ανυπότακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. αποτελεί υστερογενή ρηματ. σχηματισμό σε -<i>τάω</i> από το ρ. [[σκαίρω]] «[[πηδώ]], [[σκιρτώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἀείρω]] [ΙΙ]: [[ἀρτάω]], -<i>ῶ</i>) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>ĭ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πίλναμαι]], <i>μέρ</i>-<i>ι</i>-<i>μνα</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 13 October 2022
Greek Monolingual
σκιρτῶ, σκιρτάω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, σκιρτέω, Α
1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ
2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῖσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύω («σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οι βράχοι», Σολωμ.)
2. αναστατώνομαι από ένα έντονο συναίσθημα, κυρίως ερωτικό («σκίρτησε η καρδιά του όταν τήν είδε»)
αρχ.
1. (για άνεμο) στριφογυρίζω («σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων», Αισχύλ.)
2. μτφ. είμαι απειθάρχητος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί υστερογενή ρηματ. σχηματισμό σε -τάω από το ρ. σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ» (πρβλ. ἀείρω [ΙΙ]: ἀρτάω, -ῶ) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ĭ- (πρβλ. πίλναμαι, μέρ-ι-μνα)].