σκόρπαινα: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(37) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skorpaina | |Transliteration C=skorpaina | ||
|Beta Code=sko/rpaina | |Beta Code=sko/rpaina | ||
|Definition=ἡ, a kind of fish, | |Definition=ἡ, a kind of fish, Ath.7.320f; fem. of σκορπίος ''ΙΙ'', acc. to Eust.1129.24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας [[σκορπαινίδες]] της τάξης [[σκορπιονοειδείς]], στο οποίο ανήκουν η [[σκορπίνα]], ο [[σκορπιός]] κ.ά. ψάρια<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού της ίδιας οικογένειας, διαφορετικό όμως από τον σκορπιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκορπιός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αινα</i> ( | |mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας [[σκορπαινίδες]] της τάξης [[σκορπιονοειδείς]], στο οποίο ανήκουν η [[σκορπίνα]], ο [[σκορπιός]] κ.ά. ψάρια<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού της ίδιας οικογένειας, διαφορετικό όμως από τον σκορπιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκορπιός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αινα</i> ([[πρβλ]]. [[σκίαινα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, a kind of fish, Ath.7.320f; fem. of σκορπίος ΙΙ, acc. to Eust.1129.24.
German (Pape)
[Seite 904] ἡ, ein Fisch, von σκορπιός unterschieden, Ath. VII, 320 e.
Greek (Liddell-Scott)
σκόρπαινα: ἡ, εἶδος ἰχθύος, «σκορπιδομάννα», Ἀθήν. 320F· θηλ. τοῦ σκορπίος, κατὰ τὸν Εὐστ. 1129. 24, ἴδε Λοβεκ. Παθ. 279.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας σκορπαινίδες της τάξης σκορπιονοειδείς, στο οποίο ανήκουν η σκορπίνα, ο σκορπιός κ.ά. ψάρια
αρχ.
είδος ψαριού της ίδιας οικογένειας, διαφορετικό όμως από τον σκορπιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός + επίθημα -αινα (πρβλ. σκίαινα)].